Από την αρχαία ελληνική θρησκεία στον Χριστιανισμό και τα ιερά των ολύμπιων θεοτήτων στη Μαγνησία

Γράφει η Ανθή Μπάτζιου, Δρ Αρχαιολόγος, Επί τιμή Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας

Η αρχαία ελληνική θρησκεία είχε τις ρίζες της στη Μυκηναϊκή εποχή όπως έχει αποδειχθεί από τα ονόματα των θεοτήτων, των ιερειών και των προσφορών προς τα ιερά τα οποία αναφέρονται στα μοναδικά γραπτά κείμενα της εποχής, τις Πινακίδες της Γραμμικής Β’ γραφής.

Ωστόσο η αρχαία ελληνική θρησκεία αν και κληρονόμησε στοιχεία από την Μυκηναϊκή που επιβίωσαν κατά τους επόμενους αιώνες, άρχισε να παίρνει τη γνωστή μορφή της κατά την Γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος αι. π.Χ.). Κατά την Αρχαϊκή εποχή  (7ος-6ος αι. π.Χ.) έχει διαμορφωθεί το Ολυμπιακό Πάνθεο και έφθασε η θρησκεία στην πλήρη διαμόρφωση και ακμή της όπως είναι γνωστή κατά την Κλασική εποχή και ιδιαίτερα κατά τον 5ο αι. π.Χ. Ωστόσο η επίσημη ελληνική θρησκεία κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. – προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου – άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα συμπτώματα αποσύνθεσης, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται περιστατικά λατρείας ισχυρών θνητών ενώ ακόμη ζούσαν, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος συγκεκριμένα για τον στρατηγό των Αθηναίων Λύσανδρο, ο οποίος επεδίωξε για τον εαυτό του τιμές θεού.

Η αλλοίωση της φύσης των θρησκευτικών γιορτών που σταδιακά μετατράπηκαν σε ευκαιρίες ανάπαυλας και ψυχαγωγίας συνέτειναν στην παρακμή και στην έλλειψη ευλάβειας.

Η εμφάνιση της νέας πολιτικής δύναμης της Μακεδονίας κατά τον 4ο αι. π.Χ. με τον Φίλιππο Β’, το νέο κοσμοπολιτικό βασίλειο του Αλεξάνδρου και οι ηγεμονίες των διαδόχων του σε συνδυασμό με την ανάδειξη συμμαχιών με πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους, επέφεραν καθοριστικές πολιτικές αλλαγές στον ελλαδικό χώρο, καταργώντας την παλιά πολιτική οργάνωση σε πόλεις-κράτη. Κατά συνέπεια οι λατρείες και τα τελετουργικά των παλαιών προστάτιδων θεοτήτων των πόλεων άρχισαν να εκφυλίζονται και να αποκτούν κοσμικό χαρακτήρα. Από το τέλος του 4ου αι.π.Χ. και κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή η επίδειξη πλούτου, η συνήθεια να λατρεύονται άτομα που ήταν ακόμη στη ζωή όπως βασιλείς και στρατηγοί συνέβαλε στην αλλοίωση της φύσης των περισσοτέρων θρησκευτικών εορτών.

Η επίσημη θρησκεία δεν ικανοποιούσε πλέον τις πνευματικές και ψυχικές ανάγκες των ευσεβών ανθρώπων, οι οποίοι προσπάθησαν να αναζωογονήσουν την παλιά θρησκεία με την ανακαίνιση ιερών θεοτήτων στις οποίες αποδίδονταν θεραπευτικές και παρήγορες ιδιότητες και είχαν συνδεθεί με μυστικές τελετές.

Οι αντιπροσωπευτικότερες μυστηριακές διδασκαλίες κατά την κλασική εποχή ήταν τα ελευσινιακή, η διονυσιακή και η ορφική. Υπήρχαν όμως και άλλες λιγότερο γνωστές και προβεβλημένες αφανείς λατρείες.

Η θεοκρασία – το φαινόμενο της ταύτισης δύο ή περισσοτέρων θεοτήτων – πήρε διαστάσεις εκείνη την περίοδο. Την ίδια εποχή οι μονοθεϊστικές ιδέες πληθαίνουν ανάμεσα στις φιλοσοφικές σχολές των νέο-ορφικών, νέο-πλατωνικών και των ερμητικών. Τα αρχαία ελληνικά μυστήρια υπέστησαν αμοιβαίες επιδράσεις και οι λατρευτικές συνήθειες δέχθηκαν επιδράσεις από αυτές των ανατολικών λατρειών καθώς οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να καταφύγουν στην προστασία νέων δυνατότερων και παρήγορων θεοτήτων, ιδίως από την Μικρά Ασία – η λατρεία της Μητέρας των θεών Κυβέλης, και την Αίγυπτο – η λατρεία της Ίσιδας, του Σάραπι, του Ώρου κ.α.

Στη Μαγνησία είναι γνωστά τα ιερά των ολύμπιων θεοτήτων, όπως του Απόλλωνα στο Σωρό  κατά την κλασική εποχή που λατρευόταν με την ιδιότητά του ως προστάτης των μικρών αγοριών, και ιερό-μαντείο του Απόλλωνα στην Κορόπη . Ιερό της Αρτέμιδας Ιωλκίας υπήρχε κατά την κλασική εποχή στα Παλιά και εντοπίστηκε κάτω από το ναό των Αγ. Θεοδώρων,  ενώ κατά την ελληνιστική εποχή ιερό της ίδιας θεότητας ανεγέρθηκε στην Ιερή Αγορά δίπλα από το Ανάκτορο της Δημητριάδας. Στον πατέρα των Ολύμπιων θεών ήταν αφιερωμένος ο ναός του Θαυλίου Διός στις Φερές όπου λατρεύτηκε και η τοπική θεότητα Άρτεμις Εννοδία και στην κορυφή του Πηλίου ιδρύθηκε το ιερό του Διός Ακραίου.

Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου:
ευρήματα από το ιερό του Απόλλωνα στο Σωρό
Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου: ευρήματα από το ιερό
του Απόλλωνα στην Κορόπη
Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου: ευρήματα που σχετίζονται με τη λατρεία του Διός

Στη Δημητριάδα οι ανασκαφές έφεραν στο φως μνημεία και κινητά ευρήματα, επιγραφές, γλυπτά, αναθηματικά ανάγλυφα και επιτύμβια μνημεία, που επιβεβαίωσαν την λατρεία των παλαιών γνωστών θεοτήτων όπως της Δήμητρας και της Κόρης, της Άρτεμης Πασικράτας , του Ασκληπιού, της Ήρας, του Ερμή Χθονίου αλλά και των ιερά, των ανατολικών και αιγυπτιακών θεοτήτων όπως της Μητέρας των Θεών Κυβέλης, της Ίσιδας, του Σάραπη, του Ώρου και της Συρίας θεάς Αταργάτιδας.

Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου: ευρήματα από το ιερό της Αρτέμιδας Πασικράτας

Οι μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας κίνησαν το ενδιαφέρον και την προσοχή πολλών ερευνητών από την αρχή του 20ου αιώνα, κλασικών φιλολόγων, ιστορικών των θρησκειών και θεολόγων. Το ενδιαφέρον για τις θρησκείες αυτές συνδέεται και σχετίζεται όχι μόνο με τη χρονική σύμπτωση της εμφάνισης του Χριστιανισμού κατά την περίοδο που αυτές ήταν σε άνθιση, αλλά και διότι θεωρήθηκε από πολλούς μελετητές ο Χριστιανισμός ως μια μορφή μυστηριακής λατρείας. Μέσα από τη συγκριτική μελέτη των αρχαίων μυστηρίων αποκαλύπτονται οι διαφορές και οι ομοιότητές τους με τον Χριστιανισμό και προσδιορίζεται η ουσιαστική συμβολή του δευτέρου στην κάλυψη των πνευματικών αναζητήσεων του ανθρώπου.

Οι μύθοι όλων των μυστηριακών λατρειών έχουν ως κοινό στοιχείο τους το θεό που πάσχει. Αυτό ακριβώς το πάθος συνδέεται με τις τελετουργίες οδύνης και πένθους που τελούνται πάντοτε τη νύχτα. Η αρπαγή της Περσεφόνης, ο θάνατος-διαμελισμός του Διονύσου – Ζαγρέα, του Άττη (λατρεία της Κυβέλης, Μητέρας των Θεών) και του Όσιρη (λατρεία Ίσιδας) έχουν ως κοινό στοιχείο τους το θάνατο και το πένθος που το διαδέχεται η χαρά: η επιστροφή της Περσεφόνης γιορτάζεται σε κλίμα ανάτασης από τους μύστες των ελευσινιακών μυστηρίων που κρατούν αναμμένες δάδες, στις γιορτές της Μητέρας των Θεών Κυβέλης την ημέρα του αίματος διαδέχεται η Ιαρία, η ημέρα της χαράς, ενώ οι πιστοί της Ίσιδας  αναφωνούν «βρήκαμε, χαιρόμαστε μαζί», όταν η θεά ξαναβρίσκει τον Όσιρι.  Γενικά παρατηρείται  η εναλλαγή  μεταξύ ζωής και θανάτου, φωτός και σκότους, πάνω και κάτω κόσμου.

Η λατρεία των «αγνώστων θεών» κατά τη ρωμαϊκή εποχή αποτελεί απόδειξη της αναζήτησης και της αγωνίας των ανθρώπων μήπως προκαλέσουν την οργή τους αν παρέλειπαν να τους τιμήσουν απλά από άγνοια. Παράλληλα για τον ίδιο λόγο επικαλούνται το σύνολο των θεών αναφερόμενοι στους «θεούς πάντες» και στο «Πάνθεον». Οι φιλοσοφικές τάσεις της εποχής προσανατολίστηκαν σε μια στενότερη σχέση της ευλάβειας με την ηθική σε μια προσπάθεια για την εξασφάλιση του μέλλοντος της ψυχής. Τα αρχαία ελληνικά μυστήρια εξέφραζαν την προσπάθεια των ανθρώπων να βρουν διέξοδο στην αγωνία και στα ερωτηματικά του για την μετά θάνατο ζωή και στην προσπάθειά του να βρει παρηγοριά στις δυσκολίες του. Τα μυστήρια εξαφανίστηκαν με τα διατάγματα του 391/92 μ.Χ. που απαγόρευσαν όλες τις αρχαίες λατρείες και οδήγησαν στη βίαιη καταστροφή των ιερών.  Η μελέτη των μυστηριακών λατρειών της αρχαιότητας και η σύγκριση όχι μόνο των τελετουργιών αλλά κυρίως της φιλοσοφικής βάσης αυτών και του Χριστιανισμού οδηγεί στη βαθύτερη κατανόηση των εθίμων και των λατρευτικών συνηθειών των ορθοδόξων, αλλά προσεγγίζει και καθιστά περισσότερο κατανοητό το θεωρητικό υπόβαθρο που είχε ήδη διαμορφωθεί από το τέλος της κλασικής αρχαιότητας.

 

 

Φωτογραφίες: Θάνος Ευθυμιόπουλος

Προσωπικό αρχείο: Ανθή Μπάτζιου

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.