Το ΤΕΙ Θεσσαλίας και η ενσωμάτωσή του στο Πανεπιστήμιο: μία εθνική ανάγκη

Γράφει ο Μιχάλης Βραχνάκης

Αντιπρύτανης ΤΕΙ Θεσσαλίας

Το τελευταίο διάστημα με αφορμή το σχηματισμό του νέου Πανεπιστημίου Θεσσαλίας έχει αναπτυχθεί έντονη προβληματική εντός των κοινωνιών των τεσσάρων μεγάλων πόλεων της Θεσσαλίας για το ποια πόλη κερδίζει, πόσο κερδίζει, αν κερδίζει παραπάνω η όμορή της, ή τι θα μπορούσε να κερδίσει. Ως εκ τούτου συνδέεται η ύπαρξη του ΤΕΙ Θεσσαλίας ή ο αριθμός πανεπιστημιακών Τμημάτων με μία στρεβλή και κοντόθωρη συγκριτική οπτική περί νίκης της «ισχυρότερης πόλης», «της εξυπνότερης πόλης». Προσπαθώντας να εξετάσουμε αυτές τις θέσεις συμφωνούμε αρχικά το εξής σχετικά με τον ρόλο του Πανεπιστημίου: να προάγει την έρευνα και την επιστήμη και να παρέχει γνώση για το καλό της κοινωνίας αλλά και ευρύτερα της ανθρωπότητας. Άρα εξ’ ορισμού το πεδίο αναφοράς των ενεργειών που λαμβάνουν χώρα εντός ενός πανεπιστημίου είναι η κοινωνία. Έτσι, μία σημαντική ερευνητική επιτυχία που θα συμβεί σε ένα πανεπιστημιακό εργαστήριο της Καρδίτσας δεν μπορεί να έχει όφελος αποκλειστικά για την Καρδίτσα. Αντίστοιχα, οι φοιτητές που σπουδάζουν σε πανεπιστημιακό Τμήμα του Βόλου δεν είναι κάτοικοι μόνο του Βόλου. Άρα, από τη φύση του ένα Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν παρά μόνο στην ευρύτερη κοινωνία.

Ένα από τα σημεία που συζητείται έντονα, ιδιαίτερα στη κοινωνία της Λάρισας, είναι η κατάργηση του ΤΕΙ Θεσσαλίας. Ο όρος κατάργηση αναφέρεται στη λύση του ΝΠΔΔ με την ονομασία ΤΕΙ Θεσσαλίας. Πέρα από αυτό όμως είτε λέγεται κατάργηση, είτε συγχώνευση, είτε ενσωμάτωση ή όπως αλλιώς λέγεται η ουσία ότι: το προσωπικό, εξοπλισμός και υποδομές του οργανισμού αυτού δεν μεταφέρονται στον Βόλο, απλά θα συνυπολογίζονται από τώρα και στο εξής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το ΤΕΙ δεν καταργείται στη Θεσσαλία, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο ανασχηματισμού των ΑΕΙ, ενσωματώνεται εντός του Πανεπιστημίου ως εθνική ανάγκη.

Τα ΤΕΙ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) δημιουργήθηκαν το 1983, ως συνέχεια των ΚΑΤΕΕ δηλ. των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, για να εκπληρώσουν την πάγια ανάγκη της κοινωνίας για τα είδη αυτά της εκπαίδευσης. Στην εισηγητική έκθεση του ιδρυτικού νόμου του 1983 αναφέρεται ότι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα μεταβεί από τη βιομηχανική στην επιστηµονικοτεχνική επανάσταση για την οποία η παιδεία αποτελεί βασική προϋπόθεση. Πολύ ορθά ο ρόλος αυτός επιτελούνταν επί σειρά ετών. Έτσι, για παράδειγμα απαραίτητη προϋπόθεση για να διοριστεί εκπαιδευτικός στα ΤΕΙ ήταν η επαγγελματική εμπειρία και όχι τόσο το ακαδημαϊκό του προφίλ (π.χ. διδακτορικός τίτλος, ερευνητικό έργο). Όμως, σταδιακά από το 2001 και μετά, με το νόμο της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ άρχισε μια σημαντική ώσμωση μεταξύ των δύο χώρων, του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού, με άμεσο αντίκτυπο στα προγράμματα σπουδών και την παρεχόμενη εκπαίδευση στα ΤΕΙ. Έτσι, παραδοσιακά γνωστικά αντικείμενα των ΤΕΙ (π.χ. Νοσηλευτική) άρχισαν να ενσωματώνονται στα Πανεπιστήμια. Οι καθηγητές των ΤΕΙ εκλέγονται με παρόμοιο αν όχι ίδιο ακαδημαϊκό προφίλ όπως των πανεπιστημιακών, συγγράμματα καθηγητών ΤΕΙ διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και στα Πολυτεχνεία όπως και το αντίστροφο, η ύλη των μαθημάτων σχεδόν ταυτίζεται μεταξύ των ομοειδών Πανεπιστημιακών και Τεχνολογικών Τμημάτων κ.ο.κ. Εξάλλου, το τεχνολογικό κομμάτι της γνώσης εκπληρώνονταν από τα ισχυρότερα Πολυτεχνεία. Μέχρι το 2009 δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανάγκη αναμόρφωσης του ρόλου των ΤΕΙ, όμως με την έναρξη της οικονομικής κρίσης αναδύθηκε έντονη η ανάγκη της κοινωνίας για τεχνικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Επιπλέον η κρίση αποδυνάμωσε τα ΤΕΙ τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε έμψυχο υλικό, με αποτέλεσμα τα ΤΕΙ να βρίσκονται σε πτωτική πορεία, σε μαρασμό. Ενδεικτικά αναφέρω ότι κατά τον διορισμό μου προ δεκαετίας, το τότε ΤΕΙ Λάρισας αριθμούσε 250 μόνιμους καθηγητές και πάνω από 1000 έκτακτους, ενώ τώρα γύρω στους 130 μόνιμους και οι έκτακτοι λιγότεροι από 200.

Μοιραία τα ΤΕΙ έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στην επιστροφή στον αρχικό τους ρόλο, κάτι που είναι ασφαλώς πολύ δύσκολο αλλά και αντιπαραγωγικό μιας και έχει αλλάξει ριζικά το προφίλ τους, τη μοναχική πορεία μέχρι τελικής πτώσης και τη διάσωση των υποδομών και του προσωπικού τους εντός των Πανεπιστημίων. Η αποκαλούμενη αναβάθμισή τους με την αλλαγή του ονόματος σε Τεχνολογικά Πανεπιστήμια ή Πανεπιστήμια Εφαρμοσμένων Επιστημών δεν προβάλλει ως λύση καθώς θα είναι «μια από τα ίδια». Ένα ίδρυμα που θα φαντάζει στα μάτια της κοινωνίας περίπου «ως Πανεπιστήμιο», αλλά όμως όχι Πανεπιστήμιο. Θα συντηρείται έτσι το δίπολο Πανεπιστήμιο – και «κάτι σαν Πανεπιστήμιο». Τέτοιοι πειραματισμοί άρχισαν και εγκαταλείπονται στην Ευρώπη. Σε όποιες χώρες υπάρχουν τέτοια ιδρύματα, αυτά θεωρούνται ξεπεσμένα και τα περισσότερα χωρίς τη δυνατότητα απόδοσης διδακτορικών τίτλων. Αλλά πέρα από τις ονομασίες και την κοινωνική αντίληψη το ζητούμενο στην εποχή μας είναι τα ισχυρά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Το τελευταίο αποτυπώνεται στα πρόσφατα λόγια του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Μακρόν: «Μέχρι το 2024 πρέπει να έχουν δημιουργηθεί 20 νέα ισχυρά πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Κάθε νέος μέχρι 25 ετών να έχει ζήσει τουλάχιστον ένα εξάμηνο εκτός της χώρας του σπουδάζοντας και όλοι οι φοιτητές της Ε.Ε. να είναι δίγλωσσοι«. Έτσι η στρατηγική που υλοποιείται από το Υπουργείο Παιδείας για τον ενιαίο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας βρίσκεται σε αρμονία με τη δημιουργία ισχυρών Πανεπιστημίων.

Το κενό της τεχνικής εκπαίδευσης θα πληρωθεί με τη λειτουργία των Τμημάτων 2ετών σπουδών που θα λειτουργούν σε πολλές πόλεις της Περιφέρειας Θεσσαλίας στις εγκαταστάσεις και υπό την επίβλεψη του Πανεπιστημίου. Το Πανεπιστήμιο θα οργανώνει τα προγράμματα σπουδών αυτών των Τμημάτων που θα απευθύνονται στους απόφοιτους κυρίως των ΕΠΑΛ και θα παρέχει πτυχίο επιπέδου 5 σύμφωνα με το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων. Σημαντικό είναι ότι τα πρώτα 2ετή προγράμματα σπουδών θα καταρτιστούν λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις των τοπικών φορέων και θα σχετίζονται με τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες των περιοχών που θα δραστηριοποιούνται (π.χ. Κατεργασίας Ξύλου στην Καρδίτσα, Τεχνικών Γεωργίας Ακριβείας στη Λάρισα). Επιπλέον, και με τον τρόπο αυτό αξιοποιούνται στο έπακρο οι υπάρχουσες υποδομές, εργαστήρια και campus της Λάρισας και της Καρδίτσας. Αντιλαμβάνεστε ότι, η λειτουργία τους αποτελεί το μεγάλο στοίχημα του όλου εγχειρήματος.

Από τον αντίλογο των πολέμιων του νέου Πανεπιστημίου Θεσσαλίας προκύπτει ότι αναδεικνύουν ελάσσονα και πρεσβυωπικά ζητήματα εμπλεκόμενοι σε στενές τοπικιστικές λογικές, χωρίς να μπορούν να αποδομήσουν την ουσία του: Οι καιροί δεν περιμένουν, ο κόσμος της γνώσης και οι κοινωνίες οφείλουν να κοιτάνε μπροστά αφήνοντας πίσω ό,τι εκφυλίστηκε και παραδόθηκε στη φθορά από την εκπαιδευτική πολιτική του παρελθόντος. Ο χώρος της Εκπαίδευσης είναι ένας και ενιαίος, δεν τον αφορούν οι τοπικισμοί. Τα κέρδη από την ποιοτική της αναβάθμιση πάντα πιστώνονται κατά κύριο λόγο στις νέες γενιές. Αυτές δικαιούνται την πρόσβαση στην Έρευνα, την Τεχνολογία, τη Γνώση και την Επιστήμη ουσιαστικά και με όρους που αφορούν το μέλλον. Αυτό οραματιζόμαστε μέσα από τον ολιστικό σχεδιασμό του νέου Πανεπιστημίου Θεσσαλίας πέρα από τοπικισμούς προς όφελος των παιδιών μας, άρα και της Περιφέρειας και της κάθε πόλης της συνολικά. Και όχι επιμέρους.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.