Μέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων σήμερα, έναν αιώνα και πλέον από τον βάρβαρο ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, περίπου 350.000, και πάνω από 1 εκατομμύριο εκτοπισμένους, που οδηγήθηκαν στην προσφυγιά.
Ηταν στις 19/5/1919 που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη Γενοκτονία ήταν: Η άνοδος του τουρκικού αστικού εθνικισμού, καθώς για την ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη, που διεκδικούσε το έθνος – κράτος της, το χτύπημα των βασικών ανταγωνιστών της (κυρίως της ελληνικής και της αρμενικής αστικής τάξης) αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της κυριαρχίας της στον συγκεκριμένο γεωγραφικό – οικονομικό χώρο.
Ηταν ακόμα οι επιδιώξεις της αστικής τάξης της Ελλάδας, για την οποία, λόγω των βλέψεών της στην ιδιαίτερα πλούσια περιοχή της Μικράς Ασίας, ο Πόντος ερχόταν σε «δεύτερη μοίρα» και υποτιμήθηκε η οργάνωση ή η βοήθεια οποιασδήποτε μορφής προς αυτόν. Η προέλαση του ελληνικού στρατού στα ενδότερα της Τουρκίας (κάνοντας τον «χωροφύλακα» των αγγλογαλλικών συμφερόντων στην περιοχή) σίγουρα υπονόμευσε – αν δεν σφράγισε – την τύχη των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου και γενικότερα.
Επίσης, οι επιδιώξεις και επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης του Πόντου, αφού οι ιδιαίτερες – και ενίοτε αντικρουόμενες – επιδιώξεις στους κόλπους της ποντιακής πολιτικής / οικονομικής / θρησκευτικής ηγεσίας είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά κινήσεις οι οποίες εν τέλει άφησαν έκθετο και ανυπεράσπιστο τον ποντιακό λαό, ενώ και οι σφοδρότατοι ανταγωνισμοί μεταξύ της ελληνικής και της αρμενικής αστικής τάξης όχι μόνο υπονόμευσαν μια ενδεχόμενη κοινή τους δράση, αλλά συχνά κατέληγαν ακόμα και σε συγκρούσεις μεταξύ ποντιακών και αρμενικών ένοπλων σωμάτων.
Την κρίσιμη ώρα, όπως αναφέρει ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου, Ι. Καλτσίδης, «οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών…».
Ολα αυτά βέβαια με φόντο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, αφού η Γενοκτονία των Ποντίων σχετίζεται άμεσα με τις ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα για τη νομή της κλυδωνιζόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για την αναδιανομή των παγκόσμιων αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών. Άλλωστε οι σφαγές, οι εθνοκαθάρσεις, οι προσφυγοποιήσεις, οι αναγκαστικές αφομοιωτικές πολιτικές κ.ο.κ. ήταν κοινός παρονομαστής στα Βαλκάνια και όχι μόνο, όπου οι λαοί πλήρωσαν με το αίμα τους τις μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις των εθνικών τους αστικών τάξεων.
Έναν και πλέον αιώνα μετά, η Γενοκτονία των Ποντίων διδάσκει ότι στο φόντο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών οι λαοί δεν αποτελούν παρά κρέας για τα κανόνια των αντίπαλων στρατοπέδων, διαπραγματευτικά χαρτιά και πιόνια σε μια γεωστρατηγική σκακιέρα. Ότι η στοίχισή τους πίσω από τις «ομόφυλες» / «ομόθρησκες» – αλλά με διαμετρικά αντίθετα ταξικά συμφέροντα – «ηγεσίες» τούς μετατρέπει σε βόλια για τα όπλα τους.
Διδάγματα παραπάνω από επίκαιρα σήμερα, που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος μαίνεται, με ορατό το ενδεχόμενο γενίκευσής του σε όλη την περιοχή, και ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να γεννά πολέμους, σφαγές, προσφυγιά, οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ συνεχίζουν να επαναχαράζουν τα σύνορα της ευρύτερης περιοχής, εγκυμονώντας νέους κινδύνους για τους λαούς, και οι κυβερνήσεις της χώρας να βαθαίνουν την εμπλοκή σε αυτούς τους επικίνδυνους σχεδιασμούς.
Σήμερα, 104 χρόνια μετά, η μεγαλύτερη τιμή για τη Μνήμη, την Ιστορία του ποντιακού λαού, είναι ο αγώνας για να μη ζήσει ποτέ ξανά κανένας λαός όσα έζησε ο ίδιος. Γι’ αυτό απαιτείται να δυναμώσει η πάλη για να απεμπλακεί η χώρα μας από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, για να κλείσουν όλες οι στρατιωτικές βάσεις που καθιστούν τη χώρα μας μαγνήτη επιθέσεων. Να μπει στο στόχαστρο του λαού μας το βάρβαρο σύστημα της εκμετάλλευσης, των πολέμων και της προσφυγιάς.