Γράφει η Αγγελική Νικολάου
Αρχειονόμος ΓΑΚ Μαγνησίας, φιλόλογος
Πρόεδρος Συλλόγου Ιστορίας και Μνήμης Εθνικής Αντίστασης (ΣΙΜΕΑ)
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922. Το λιμάνι του Βόλου γεμίζει με καραβιές προσφύγων από τα παράλια της Μικρασίας και κυρίως από την περιοχή της Σμύρνης. Άνθρωποι που, μετά την πτώση του μετώπου στη Μικρασία, που σήμανε τον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας, κυνηγήθηκαν από τους τσέτες και τους φανατικούς εθνικιστές του Κεμάλ και γλύτωσαν με την ψυχή στα δόντια. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη, μακριά από τη Σμύρνη της τραγωδίας και από τις άλλες παραθαλάσσιες περιοχές της Ιωνίας. Άφησαν πίσω περιουσίες, σπίτια, κτήματα, σοδειές, σκοτωμένους δικούς τους ανθρώπους. Έφυγαν κυνηγημένοι μέσα σε βάρκες, καΐκια, καράβια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Οι περισσότεροι κατέφυγαν πρώτα στα γειτονικά νησιά του Αιγαίου, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Τήνο, Νάξο. Από κει οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς την ηπειρωτική Ελλάδα, στα μεγάλα λιμάνια, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πειραιά, στις πόλεις και στην ενδοχώρα.
Στο λιμάνι του Βόλου εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη κατέπλευσαν από τα παράλια της Μικρασίας 4 πλοία κουβαλώντας περίπου 12.000 πρόσφυγες. Πρώτο μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο ‘Νέα Ελλάς’, για να ακολουθήσουν τα πλοία ‘Μιλτιάδης’, ‘Βιθυνία’ και ‘Μαίανδρος’». Η Θεσσαλία της επόμενης μέρας, 20.09.1922, κυκλοφόρησε με τον τίτλο «ΑΦΙΞΙΣ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΩΝ», ενώ ο δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας Τάκης Οικονομάκης συμπύκνωσε το δράμα των Μικρασιατών προσφύγων και τα συναισθήματα που προκάλεσε στους γηγενείς η κατάστασή τους, σε ένα μεγάλο δίστηλο άρθρο του με τον ενδεικτικό τίτλο «Το μαύρο κύμα», με την ακροτελεύτια προτροπή για προσφορά κάθε δυνατής βοήθειας:
Την φθινοπωρινήν ηρεμίαν του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασε ύστερα εις την παραλίαν από όπου εξεχύθη εις όλην την πόλιν. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως αλλά και οργής τρομεράς συνεκλόνισε τους πάντας […] Το θέαμα των θλιβερών αυτών θυμάτων της φρικτής καταστροφής εσπάρασσεν την ψυχήν του καθενός […] Ας κύψωμεν επάνω του και ας προσπαθήσωμεν να γλυκάνωμεν όσον ημπορούμεν, όσο είναι δυνατόν τον πόνον του.

Μετά την αρχική αμηχανία, «το προσφυγικό σοκ», που προκλήθηκε από την ξαφνική εισροή 12.000 ανθρώπων σε μια πόλη 30.000 κατοίκων, υπήρξε γρήγορη και έντονη δραστηριοποίηση στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας, τόσο από την πλευρά οργανώσεων και επιτροπών όσο και μεμονωμένων ατόμων. Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν προσωρινά σε σκηνές, παράγκες, καπναποθήκες (Τζανίδου, Ζαρκάδου, Ασβεστά, Τζαμαλή κ.ά.), σχολεία και επιταγμένα κτήρια, ενώ προσφέρονταν καθημερινά συσσίτια και ρουχισμός. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις πρώτες προσπάθειες διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος στον Βόλο κατέχει η πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ασύλου Παιδιού Βόλου, για την περίθαλψη και προστασία των ορφανών προσφυγόπουλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι έλλειψαν τα αρνητικά σχόλια και η καχυποψία, οι μικρόψυχες και εκμεταλλευτικές στάσεις, ο ρατσισμός και ο επαγγελματικός ανταγωνισμός των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες.
Πριν από το μεγάλο αυτό προσφυγικό κύμα του Σεπτέμβρη του 1922, είχε προηγηθεί ένα μικρότερο, οι «εκ Νικομηδείας πρόσφυγες», που ήρθαν στον Βόλο το καλοκαίρι του 1921, αφού ο ελληνικός στρατός τους υποχρέωσε να μετακινηθούν ‘προσωρινά’ στην Ελλάδα προκειμένου να διεξαγάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των κεμαλικών δυνάμεων στην περιοχή της Νικομήδειας-Προύσας. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου 5.000 Έλληνες της περιοχής επιβιβάστηκαν από τα λιμάνια της Προποντίδας και μοιράστηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπως και στον Βόλο. Οι πρώτοι αυτοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε σκηνές πάνω από την οδό Αναλήψεως, μεταξύ των οδών Ιωλκού και Κ. Καρτάλη, νότια από το γυμναστήριο του Γυμναστικού Συλλόγου Βόλου, καθώς και σε καπναποθήκες, όπου διέμεναν ακόμη και το 1925… Μερικοί από αυτούς προωθήθηκαν σε άλλες παράλιες περιοχές της Μαγνησίας, όπως στη Νέα Αγχίαλο και στην Αμαλιάπολη.
Το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάνης, συμφωνήθηκε ένα μέτρο που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε εφαρμοστεί, η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής οι λίγοι μουσουλμάνοι που διαβιούσαν στον Βόλο, κυρίως στις συνοικίες Παλαιά και Γύφτικα, έφυγαν τον Αύγουστο του 1924, ενώ έναν μήνα αργότερα ήλθαν στην πόλη άλλοι 4.000 περίπου πρόσφυγες «ανταλλάξιμοι» από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (από τον Πόντο και την Καππαδοκία οι περισσότεροι). Το τελευταίο αυτό κύμα Μικρασιατών προσφύγων εγκαταστάθηκε αρχικά σε καταυλισμό σκηνών κάτω από το νεκροταφείο του Βόλου, ωστόσο, επειδή οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής εκεί ήταν άθλιες και τα λοιμώδη νοσήματα τους προσέβαλλαν ανελέητα, αποφασίστηκε η μεταφορά τους αλλού. Μάλιστα λέγεται πως οι ίδιοι οι πρόσφυγες άρχισαν να χτίζουν παράγκες στα τέρμα της οδού Ιωλκού και μαζί με τους «εκ Νικομηδείας» δημιούργησαν τον λεγόμενο «προσφυγικό συνοικισμό Ιωλκού», τη μετέπειτα συνοικία Αγ. Βασιλείου.

Η αποκατάσταση των προσφύγων και η συνολική διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος αποτέλεσε, στη μεγάλη κλίμακα, μια τεράστια πρόκληση για το ελληνικό κράτος, ένα εγχείρημα κοινωνικής μηχανικής, ένα πεδίο παρέμβασης πρωτοφανούς κλίμακας για τα δεδομένα της εποχής και της χώρας. Κι ενώ οι μισοί από τους πρόσφυγες του 1922 (περίπου 600.000 άνθρωποι) εγκαταστάθηκαν στις πόλεις και τα χωριά της Βόρειας Ελλάδας, σε ένα μεγάλο πρόγραμμα εποικισμού που συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού στις περιοχές αυτές, ο Βόλος ήταν η θεσσαλική πόλη που δέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων (12.000-13.000). Ο πληθυσμός του Βόλου αυξήθηκε θεαματικά (από 34.000 σε 47.000 περίπου στην απογραφή του 1928), ενώ τα όρια της πόλης μετακινήθηκαν προς τα δυτικά για να συμπεριλάβουν τον ‘συνοικισμό’, τη μετέπειτα Νέα Ιωνία, όπου οδηγήθηκε για εγκατάσταση το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων.
Βιβλιογραφία: Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς (εκδόσεις και προφορική μαρτυρία), Χρήστος Χατζηιωσήφ, Πολυμέρης Βόγλης, Βίλμα Χαστάογλου, εφ. Η Θεσσαλία, Ταχυδρόμος, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, ΓΑΚ Μαγνησίας.



































