Τα Χριστούγεννα ήταν μία από τις πλέον σημαντικές εορτές για τους Έλληνες χριστιανούς Καππαδόκες, κατά τη διάρκεια των οποίων, εκτός από τις γνωστές ετοιμασίες του σπιτιού, όπως π.χ. καθάρισμα, παρασκευή ιδιαίτερων φαγητών με κρέατα, γαλακτερά, βούτυρα και καϊμάκια, υπήρχαν και άλλες δράσεις. Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Η δεσποτική εορτή της Γεννήσεως του Χριστού λεγόταν από τους τουρκόφωνους Καππαδόκες προγόνους μας «Κιουτσούκ Πασκελέ» (Μικρό Πάσχα) (Άκσεραϊ- Γκέλβερι) ή «Κιουτσκούκ Μπαϊράμ» (Ικόνιο), ενώ από τους ελληνόφωνους Φαρασιώτες «Του Χριστού ο Πάσκας» και στην Ανακού «Χριστού το Πάσκα». Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η αναφορά τους στην ημέρα της Γεννήσεως γινόταν πάντα σε σχέση με την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρος.
Σε αυτήν την μεγάλη γιορτή σταματούσαν προστριβές, μεταξύ των χριστιανών εξομολογούνταν, ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο και κοινωνούσαν όλοι μικροί και μεγάλοι. «Σχώρει με και Θεγός συχωρέσ’- Θεγός συχωρέσ’ » (Ανακού). Αν είχαν πολλές αμαρτίες, ο κανόνας τους ήταν εκατό ή και περισσότερες μετάνοιες. Αν επρόκειτο για θανάσιμα αμαρτήματα, δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν
Την παραμονή ο κόσμος δεν κοιμόταν καθόλου.Oi γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν, Οι χριστιανοί έμεναν άγρυπνοι κοιτάζοντας τον ουρανό από τα παράθυρα ή έβγαιναν έξω, για να δουν πότε θα γεννηθεί ο Χριστός, πότε θα ανοίξουν οι ουρανοί και θα ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι. Αγρυπνία η οποία κρατούσε ωσότου χτυπούσε το σήμαντρο της εκκλησιάς, το κάλεσμα για την έναρξη της θείας λειτουργίας.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλή τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας κτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός ετεχθη», «Αληθώς ετεχθη», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το ” χερσέ” πιλάφι, από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα. Το «κετέ» και το γλυκό «σινί», είναι τα εδέσματα των γιορτινών ημερών, που δεν λείπουν από κανένα σπίτι. Το «σινί», γίνεται με χειροποίητο φύλλο, καρύδια και καμένο αλεύρι. Το «κετέ», είναι τσουρέκι σε σχήμα σαλίγκαρου, ενώ το μυστικό του βρίσκεται βούτυρο με καμένο αλεύρι. Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, δεν λείπει η βασιλόπιττα ,καθώς η «ιστορία» της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μακρινή τους πατρίδα τη Καισαρεία. Σύμφωνα με την παράδοση τους, όταν επί Επισκόπου Βασιλείου ,οι χριστιανοί υπέστησαν μεγάλο διωγμό, προκειμένου να σώσουν την πόλη της, μάζεψαν τα χρυσαφικά τους για να τα προσφέρουν ως αντάλλαγμα, ώστε να σταματήσουν οι διωγμοί. Όταν ο τύραννος ηγεμόνας και οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την Καισαρεία, μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό και ένα χρυσός καβαλάρης, που ήταν ο μάρτυρας άγιος Μερκούριος, τους αφάνισε και σταμάτησε η καταστροφή. Τα χρυσαφικά που είχαν συγκεντρωθεί έπρεπε να επιστραφούν στους χριστιανούς της πόλης. Ο Επίσκοπος Βασίλειος, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δίκαιη επιστροφή, πρότεινε οι γυναίκες να ζυμώσουν μικρές πίτες μέσα στις οποίες τοποθέτησε ένα χρυσαφικό και τις μοίρασε στους πιστούς. Ως εκ θαύματος ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα, ό,τι ήταν δικό του. Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», συμβολίζει την χαρά, την δικαιοσύνη και την ηρεμία στο κάθε σπίτι.
Τέλος αν ο καιρός βοηθούσε, το απόγευμα της ημέρας των Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν οι ηλικιωμένες γυναίκες και τα κορίτσια ντυμένα με τα γιορτινά τους στα δώματα των σπιτιών (Ακσεραϊ-Γκέλβερι) ή στο χοροστάσι του χωριού (Ανακού), όπου ξεκινούσε ο χορός και όπου διστακτικά ύστερα εμφανίζονταν τα λίγα παλληκάρια, τα οποία όμως δεν χόρευαν. Οι άνδρες διασκέδαζαν στα σπίτια. Χαρακτηριστικά της συνείδησης της ιστορικής συνέχειας της Ρωμιοσύνης στις διάφορες περιοχές της Καραμανίας ήταν τα τραγούδια που ελέγοντο και χορεύονταν κατά τις γιορτινές αυτές ημέρες στα χοροστάσια.
Όλα αυτά τα έθιμα ακολούθησαν τους Καππαδόκες στις νέες πατρίδες τους και μέχρι σήμερα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι νεότερες γενεές Καππαδοκών τα θυμούνται και πολλές φορές τα αναπαριστούν με ευλάβεια και σεβασμό.
Ευθύμιος Ζιγγιρίδης
Πρόεδρος Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού



































