Τα «Καύκαλα» υποψήφια για το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων

Το βιβλίο «Τα Καύκαλα» είναι υποψήφια για το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων, όπως γνωστοποίησε ο συγγραφέας Γιώργος Θάνου. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1984. Ζει στην Αθήνα κι εργάζεται ως παραγωγός ψηφιακού περιεχομένου, ενώ πεζογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Όπως αναφέρει ο ίδιος, «μέσα στο γενικότερο σκοτεινό κλίμα, είχα σήμερα μια πολύ, πολύ ευχάριστη είδηση: το βιβλίο μου, «Τα Καύκαλα» (εκδόσεις Ιωλκός) είναι στην βραχεία λίστα για το Βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» – πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου, που απονέμει η Εταιρεία Συγγραφέων.
Η ονομασία του βραβείου μου προκαλεί, ομολογώ, ένα δέος – κι ευχαριστώ ιδιαίτερα την κριτική επιτροπή για την τιμή να με συμπεριλάβει στην βραχεία λίστα. Αντιγράφω από το σκεπτικό επιλογής των υποψηφιοτήτων, όπως δημοσιεύτηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων: «Μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών μπορεί να οδηγήσει σε κάποια πρώτα συμπεράσματα για τις τάσεις στην πεζογραφία του καιρού μας: η γραφή ως τέχνη που αντιμάχεται τη λήθη και μετουσιώνει τον χρόνο ή αποκαθιστά αδικίες και ελλείψεις της ζωής, με ρεαλιστικό αλλά ευφάνταστο, συχνά συγκινητικό τρόπο, είναι το πρώτο απ’ αυτά. Η αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας, το αντίκρισμα του θανάτου, ο δυνατός αφηγηματικός ρυθμός, οι αντισυμβατικοί χαρακτήρες που συνομιλούν με μεγάλα ερωτήματα, δεσπόζουν στα βιβλία που ξεχωρίζουν. […] Ο φόβος και το παράλογο, που με τις καταστάσεις του αντικαθιστά συχνά την πλοκή, ο έρωτας ως μόνη γέφυρα ζωής και θανάτου, η αντίσταση στα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και η παρουσία ηθογραφικών στοιχείων, η καταγωγή ως άχθος, κυριαρχούν σε έναν κόσμο τραχύ, που η μόνη του λείανση είναι τα δυνατά πάθη και τα ένστικτα, άγρια ή ευγενή»
Σύνοψη του βιβλίου
Οι σουπιές ήταν φρέσκες, Παγασητικού, η σάρκα τους μαστιχωτή και ξασπρισμένη από το τηγάνι.
Η σουπιά είναι περίεργο πλάσμα, είναι κατάμαυρη όταν ψαρεύεται κι έρχεται με το καθάρισμα και τη φωτιά κι ασπρίζει. Πιάνεται δύσκολα κι όλο ξεγλιστράει. Δεν είναι τυχαίο που τους κουτοπόνηρους ανθρώπους, τους μπαμπέσηδες, με αυτό το παρατσούκλι τους αναφέρουνε. «Κι οι πολισμάνοι όταν έρθουνε, μελάνι αμολάω» ακούστηκε από ένα τρανζιστοράκι, δίπλα, από τη μεριά των καϊκιών. Γύρισε το κεφάλι, περιμένοντας να δει κάποιον από τους ψαράδες να φέρνει τις βόλτες του, αλλά το τραγούδι πήγαινε χαμένο. Είχανε βάλει τα κεφάλια τους κάτω στο ξεψάρισμα.
Τα δεκαεννέα διηγήματα, που απαρτίζουν «Τα καύκαλα», είναι νοτισμένα από την υγρασία της ελληνικής επαρχίας ακόμα και οι ιστορίες, που φαινομενικά διαδραματίζονται στη μεγάλη πόλη, κουβαλούν επάνω τους την επαρχιακή πάχνη.
Οι θεματικές του βιβλίου εκτείνονται από τις στεγνές ημέρες της οικονομικής κρίσης ως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου και περνούν από το ασφυκτικό πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας σε χαρακτήρες καθημερινούς που τραβούν λοξή πορεία. Η μνήμη και η διαχείρισή της, τα σφιχτά δεσμά της μικρής πόλης και της οικογένειας, ο θάνατος και η ενηλικίωση είναι μερικά από τα ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των διηγημάτων της συλλογής.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.