της Mαρίας Κ. Σπανού
«Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια / όπως από μια χώρα» έγραψε ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης. Και αυτό δεν το λένε μόνο ποιητές. Γενικά λένε, πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Και πως το νοσταλγικό ταξίδι της αναζήτησης των αναμνήσεών της, στα χρόνια της ωριμότητας, είναι κάτι σαν την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη του.
Αναφέρομαι στο «νησί της Παναγίας», το Τρίκερι ή το Παλιό Τρίκερι, όπως ακόμα το λένε, που πανηγυρίζει σήμερα (10 Σεπτεμβρίου). Ένας φυσιολατρικός και προσκυνηματικός παράδεισος, αφού η επικράτειά του είναι η χάρη της Παναγίας. Το αφροκύκλωτο αυτό νησάκι, απομονωμένο, αλλά περιτριγυρισμένο από τα βουνά της Ρούμελης δυτικά, από την Εύβοια νότια, και από το Πήλιο βορειανατολικά, είναι ένας πρόσχαρος γαλήνιος τόπος. Όμοιός του δύσκολα εντοπίζεται στην Ελλάδα. Πολλά λιμανάκια το ζώνουν κατά μήκος της ακτογραμμής του. Μικρό σε έκταση, αφού όλο και όλο εκτείνεται μέσα σε ένα ελαιώνα περίπου 5.200 τετραγωνικών μέτρων που μαζί με τη θαμνώδη, κυρίως, βλάστηση συνιστούν τη χλωρίδα του. Τοποθεσία ιδιαίτερη για τους λάτρεις της φύσης και της θάλασσας. Πέντε λεπτά με το καραβάκι από το απέναντι Πήλιο. Τοποθεσία ιδανική για διακοπές, αφού τις στοιχειώδεις υποδομές τις διαθέτει. Ολόγυρά του, τα ακατοίκητα μικρονήσια, με γνωστότερα, τα Μικρά, τον Αλατά, την Πρασούδα, οι κουκκίδες των κουκκίδων στο χάρτη, με μεγαλύτερο το ίδιο, το Παλιό Τρίκερι.
Αυτό όμως που σημάδεψε το νησί, μετά την εποχή της μετοικεσίας του απέναντι στο σημερινό Τρίκερι, ακολουθώντας μια νέα πορεία, που το καθόρισε εφεξής, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ναυτοσύνη, εμπορική, οικονομική και πολιτιστική ακμή, είναι η παράδοξη ανεύρεση της εικόνας της Παναγίας Τρίκερι, το 1825, εν μέσω της περιόδου της Επανάστασης του 1821· ζήτημα που συνέβαλε στην τόνωση του θρησκευτικού αισθήματος των Τρικεριωτών αλλά και του πατριωτικού φρονήματος των καταπιεσμένων Ελλήνων. Ο Ναός της Φανερωμένης της Ευαγγελιστρίας από την ανοικοδόμησή του το 1837 και η ίδρυση της Μονής στη συνέχεια με ιδιότυπο καθεστώς, δεσπόζει στο νησί. Σημαδεύει τη φυσιογνωμία του. Αποκτά πλέον μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά, όχι μόνο των ντόπιων αλλά και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Αυτό ερμηνεύεται πασιφανώς από την αδιάλειπτη προσκύνηση στη χάρη της Παναγίας, κάθε Σεπτέμβρη τέτοιο καιρό, από χιλιάδες προσκυνητές, από κάθε σημείο του Πηλίου, του Βόλου, των Σποράδων, της Θεσσαλίας και της Εύβοιας.
Θυμάμαι και εγώ, όταν ήμουν μικρή το αξέχαστο πανηγύρι του Τρίκερι. Μια γιορτή ήταν, που ξεκινούσε με το στριμωξίδι μέσα στον «Άγιο Σπυρίδωνα», όταν το πλοιάριο έπιανε το απομεσήμερο στις 9 του Σεπτέμβρη τα Καλά Νερά για να μας περάσει απέναντι. Έπρεπε να χωρέσουμε όλοι μέσα σ’ αυτό. Καλανεριώτες, Μηλιώτες, Αϊ Γιωργίτες, Βυζιώτες, Πινακατιώτες, μαζί με τους μπόγους και τα κοφίνια, όπου οι μητέρες και οι γιαγιάδες μας τοποθετούσαν με μαεστρία όλα τα καλά για να φάμε και να περάσουμε ωραία. Θυμάμαι βέβαια και το σκούξιμο από τις άμαθες με τη θάλασσα γριές, μόλις το πλοίο έλυνε κάβους- και καθώς ξαμολιόταν στον Παγασητικό- η μπουκαδουρίτσα χτυπούσε στα πλευρά του, και εκείνο το μικρό καραβάκι, πως λικνιζόταν! Και εμείς τα παιδιά φωνάζαμε από χαρά!
Θυμάμαι βέβαια και την ευτυχία της αποβίβασης, σαν πιάναμε το λιμανάκι. Ό,τι μας έλειπε βρισκόταν εκεί! χαλβάδες, σούβλες με αρνιά που ψήνονταν, φωτογράφοι με το τρίποδο επί ποδός, παγκυριώτες ψιλικατζήδες …..αχ και εκείνα τα παιχνίδια στους φωτισμένους με ασετυλίνη πάγκους, το τάκα τάκα, το γιογιό, ο μύλος και ο καραγκιόζης που έκανε τα ακροβατικά, τα μπιχλιμπίδια και τόσα άλλα που μας έπαιρναν το μυαλό… Λίγο πιο πέρα, οι γονείς μας, κατά παρέες, ετοίμαζαν τη στρωματσάδα τους κάτω από τις ασημόφυλλες ελιές για να περάσουμε όλοι μαζί τη νύχτα. Μετά τον Εσπερινό, επακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με τις λαϊκές ορχήστρες που στήνονταν στα δυο μαγαζάκια. Γλέντι που τελείωνε το πρωί, πριν την πρώτη καμπάνα που μας καλούσε και πάλι να ανηφορίσουμε στο Μοναστήρι για να ξαναπάρουμε την ευλογία της θαυματουργού Παναγίας, της Τρικεριώτισσας.
Και σ’ όλα αυτά, κυρίαρχη η εικόνα των Τρικεριωτισσών με τα κόκκινα καλά τους ολοκέντητα πουκάμισα και τα κίτρινα μαντήλια που φορούσαν στη χάρη της Παναγίας. Και από την Σκιάθο, την Σκόπελο και την Αλόννησο έρχονταν παγκυριώτισσες με τις «φ’στάνες» τους, που κατέβαιναν από τα στολισμένα πλοία, που με τις μηχανές φουλαρισμένες πλεύριζαν στο μόλο. Και ύστερα, σχημάτιζαν μια χρωματιστή γραμμή καθώς έπιαναν να ανεβαίνουν το μονοπάτι για το μοναστήρι. Ακόμα και ο μουσουλμάνος Τούρκος διοικητής του Βόλου έως το 1881 διέθετε πλοίο για τη δωρεάν μεταφορά των χριστιανών γιατί πίστευε στα θάματα της Παναγίας.
Και τώρα συνεχίζεται το πανηγύρι. Με άλλα χαρακτηριστικά. Τώρα μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια του στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να τα κλείσει στις αναμνήσεις του. Όσο για την τρικεριώτικη παράδοση ευτυχώς κρατάει. Αντιστέκεται στους αφρούς και τα σκαμπανεβάσματα, προσπαθώντας να καβατζάρει τους ύπουλους καιρούς. Γιατί ο τοπικός πολιτισμός είναι και πρέπει ν’ αποτελεί σθεναρή αντίσταση στην πολιτιστική παρακμή και στην υποκουλτούρα που μας κατακλύζει και ισχυρό αντίδοτο στην αμφισβήτηση των αξιών που απειλούν τις παραδόσεις μας, κόντρα στην ομογενοποίηση που φέρνει η παγκοσμιοποίηση.

































