Μείωση του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας: Τα υπέρ και τα κατά

Η συζήτηση που έχει ανοίξει από πλευράς εργοδοσίας και συντηρητικών κυβερνήσεων, δεν είναι ευθεία, ούτε ειλικρινής

Γράφει ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος, Καθηγητής ΕΚΠΑ-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ

1.Η μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών ήταν από τα βασικά συνθήματα των εξεγερμένων νέων τον Μάη του 1968. Αποτέλεσε επίσης κεντρικό αίτημα του Προοδευτικού Εργατικού Κινήματος, κυρίως στον Ευρωπαϊκό Νότο, κατά τις δεκαετίες 1970-1980. Τις περισσότερες φορές συνδυάστηκε με την εισαγωγή και την ανάπτυξη των θεσμών της εργατικής συμμετοχής, του εργατικού ελέγχου και της αυτοδιαχείρισης.

Η μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας ή των ημερών εργασίας απασχόλησε και τους εργοδοτικούς φορείς σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι εργοδότες όμως και τα νεοφιλελεύθερα κόμματα εννοούσαν πάντα τη μείωση του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας (ή των ημερών), πάντα με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων. Λόγω της μαζικής χρήσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, οι εργοδότες -έχοντας ανάγκη όλο και λιγότερο όγκο ανθρώπινης εργασίας, αναζητούσαν πάντα τρόπους μείωσης των ωρών εργασίας με ταυτόχρονη μείωση του μισθού και των προσαυξήσεων. Γι’ αυτό και η συζήτηση που έχει ανοίξει πάλι αυτή την περίοδο, από πλευράς εργοδοσίας και συντηρητικών κυβερνήσεων, δεν είναι ευθεία, ούτε ειλικρινής.

2.Η ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος άλλωστε από τον 19ο αιώνα  και της κατίσχυσής του είναι ουσιαστικά η ιστορία εκμετάλλευσης ή «αξιοποίησης» της ανθρώπινης εργασίας. Και επειδή τις τελευταίες δεκαετίες η εργασία μετράται και αμείβεται με τον χρόνο (ωρομίσθιο, ημερομίσθιο, μισθός με τον μήνα κ.ο.κ.), η ιστορία του καπιταλισμού, αλλά και της Εργατικής Τάξης, είναι εν μέρει η ιστορία τής απλήρωτης ή υπο-αμειβόμενης ανθρώπινης εργασίας.

Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και ο κεντρικός πυρήνας τής διδασκαλίας τού Μαρξ και του κομβικού συμπεράσματός του («Κεφάλαιο», «Νόμος για την υπεραξία»), ότι ο πλούτος των καπιταλιστών προέκυπτε κυρίως από το απλήρωτο κομμάτι (υπεραξία) της ανθρώπινης εργασίας (υπερεργασία). Κι αυτά βεβαίως με δεδομένο τότε ότι η ανθρώπινη εργασία ήταν ο κεντρικός και καθοριστικός συντελεστής τής παραγωγής και της οικονομίας.

Κατά την εποχή τής νεωτερικότητας δύο ήσαν -και είναι ακόμη- οι βασικές οικονομικές σχολές σκέψης για την ανάπτυξη, ιδιαίτερα δε στην ύστερη νεωτερικότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:

Η πρώτη υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα και συνέπεια τής μαζικής και σχεδιασμένης χρήσης των παραγωγικών μέσων με την πρωταρχική συμβολή των δημοσίων επενδύσεων…

Η δεύτερη, μαζί με την ανανέωση των μέσων παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό τού παγίου κεφαλαίου (κοινές θέσεις και των δύο σχολών), υποστηρίζει τη διαρκή μείωση του μισθολογικού κόστους (άμεσου-έμμεσου), κάτι που στην Ελλάδα το είδαμε να επιβάλλεται με τα Μνημόνια των δανειστών, ρητά δε και κατηγορηματικά με το β’ Μνημόνιο (ν. 4046/2012) και τη ρήτρα «βουλγαροποίησης» των ελληνικών μισθών (ν. 4046/2012 σελ. 713).

Έκτοτε η μνημονιακή «κανονικότητα» θεωρεί τη μείωση μισθολογικού κόστους το «ιερό δισκοπότηρο» τής σύγχρονης διακυβέρνησης. Εδώ εντάσσεται και η συζήτηση που έχει ανοίξει έντονα, τον τελευταίο καιρό, από πλευράς συντηρητικών δεξαμενών σκέψης αλλά και κυβερνήσεων, για τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων.

Η πολιτική αυτή, δηλαδή η επιδίωξη της ανάπτυξης με ρήτρα μείωσης του μισθολογικού κόστους, είναι η κεντρική ιδέα και του Πορίσματος Πισσαρίδη, επί του οποίου στηρίχθηκε και το λεγόμενο «Σχέδιο για την Ανάπτυξη» που υπέβαλε η κυβέρνηση στην ΕΕ για τη διεκδίκηση των κονδυλίων-δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μείωση λοιπόν των μισθών και η φτηνή εργασία είναι ο κεντρικός στόχος και η βασική επιδίωξη και του νέου εργατικού νόμου 4808/2021 («νόμος Χατζηδάκη», ΦΕΚ Α 101/19-6-2021).

3.Κεντρικό και καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω απαξίωση τού ρόλου και της τιμής τής Μισθωτής Ανθρώπινης Εργασίας θα έχει τα επόμενα χρόνια και η τηλεργασία. Κι αυτό επειδή η τηλεργασία χρησιμοποιείται από πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη  ως «πολιορκητικός κριός» για ακύρωση εργασιακών και κυρίως μισθολογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Εργοδοτικοί φορείς, αλλά και κυβερνήσεις (π.χ. Γερμανία), προσανατολίζονται σε πρόσθετη φορολόγηση των τηλεργαζομένων με το σκεπτικό (μετά από πρόσφατη μελέτη της Deutsche Bank) ότι η εξ αποστάσεως εργασίας (τηλεργασία) αποτελεί προνόμιο.

Αφού η ανθρώπινη εργασία πλέον δεν θα παρέχεται στις εγκαταστάσεις τού εργοδότη και διαφοροποιείται το κλασικό περιεχόμενό της και τα προσδιοριστικά της στοιχεία, τότε και ο εργαζόμενος μπορεί να αμείβεται και λιγότερο. Σε αυτόν τον νέο, όλο και περισσότερο διευρυνόμενο, θεσμό υπάρχει κίνδυνος κατάργησης ή μείωσης των λεγόμενων «παρεπομένων» επιδομάτων και προσαυξήσεων (π.χ. τριετίες, πολυετίες, οικογενειακά κ.ά.).

Ο μισθός τής τηλεργασίας («τηλε-μισθός») θα είναι μόνο ο «καθαρός» μισθός, χωρίς επιδόματα, προσαυξήσεις και τριετίες, αυτός δηλαδή αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία του Εργατικού Δικαίου αποκαλούμε «γυμνό μισθό» («single minimum wage system»).

Εξάλλου, σε πολλούς κλάδους και επιχειρήσεις στο εξωτερικό εφαρμόζεται ο θεσμός τής «συνδυαστικής τηλεργασίας», δηλαδή της εργασίας που παρέχεται άλλοτε στην κατοικία ή σε άλλο χώρο εκτός των εγκαταστάσεων του εργοδότη και άλλοτε στην έδρα της επιχείρησης. Αυτό το μεικτό σύστημα εργασίας (τηλεργασία και παραδοσιακή εργασία στις εγκαταστάσεις του εργοδότη) λειτουργεί, μέχρι τώρα στην πράξη, σε βάρος των δικαιωμάτων των «τηλεργαζομένων».

Με το τέλος της παραδοσιακής εργασίας που παρέχεται στον τόπο του εργοδότη και υπό την εποπτεία και διεύθυνσή του, έρχεται και το τέλος των κάθε είδους πρόσθετων παροχών και προσαυξήσεων.

Δυστυχώς, η πανδημία επιτάχυνε την εξάπλωση τής τηλεργασίας και αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, που δεν πρέπει όμως να έχουν ως συνέπεια αντίστοιχη μείωση μισθού.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.