Συχνά αναπολώ τα παιδικά μας καλοκαίρια. Παιχνίδι, ξεγνοιασιά και ατέλειωτες βόλτες με τα ποδήλατα. Στην αρχή προσπαθούσαμε να μάθουμε να τα οδηγούμε. Τα πρώτα μας ποδηλατάκια ήταν κοριτσίστικα ροζ με καλαθάκι μπροστά, κουδουνάκι ντριν – ντριν και απαραίτητα βοηθητικές ρόδες. Αφού πλέον κατείχαμε το άθλημα με τις βοηθητικές το επόμενο βήμα ήταν να τις αφαιρέσουμε. Εκεί ερχόταν και η πρώτη τούμπα.
Οι μέρες περνούσαν και νιώθαμε όλο και πιο σίγουροι πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε μόνοι. Κάναμε πλέον πιο μακρινές αποστάσεις, στον ίδιο δρόμο του σπιτιού μας πάντα, μια ευθεία χωρίς στροφές. Όταν η ευθεία έφτανε στο τέλος της κατεβαίναμε κάτω, γυρίζαμε το ποδήλατο από την άλλη και ξανά η ίδια ευθεία προς τα πίσω. Τα αγαπούσαμε πολύ τα ποδήλατά μας. Κάναμε αγώνες και δικάβαλα, μερικές φορές και τρικάβαλα. Τσακιζόμασταν στα γόνατα και ανοίγαμε μύτες. Δεν σταματούσαμε ποτέ όμως. Τώρα, κοιτώντας πίσω νιώθω πως τα ποδήλατά μας ήταν οι πρώτοι μας έρωτες.
Αγνοί και ανέπαφοι, μας έδιναν ζωή και χαρά. Μας πίκραιναν όταν γέμιζαν γρατζουνιές ή όταν έσκαγαν τα λάστιχα, μας απογείωναν όταν τα καβαλούσαμε και τρέχαμε με τον αέρα να μας φυσάει τα μαλλιά και το πρόσωπο. Και το κυριότερο: μας έδιναν μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας, μια ικανοποίηση πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε μόνοι και όταν κουραστούμε να μας περιμένουν την επόμενη μέρα για να μας προσφέρουν νέες εμπειρίες. Στο σήμερα, το σκληρό, το δύσκολο, με τα τόσα εμπόδια και αντιξοότητες θα έλεγα πως απλά η ζωή μας είναι ποδήλατο, τι κι αν κάποιοι μας έχουμε ν’ ανέβουμε χρόνια πάνω του. Τρώμε τούμπες καθημερινά, προδιδόμαστε, απογοητευόμαστε, πληγωνόμαστε σαν να οδηγούμε σ ένα δρομάκι δύσβατο με πολλές πέτρες και λασπόνερα. Πρέπει να έχουμε συνέχεια το νου μας, τα μάτια ορθάνοιχτα, τα αυτιά τεντωμένα. Μη χάσουμε την ισορροπία μας, μην πέσουμε και χτυπήσουμε, μην μας κυνηγήσουν σκυλιά.
Στα σκοτεινά το φωτάκι έχει χαλάσει και φοβόμαστε, για το που πηγαίνουμε, μήπως χαθούμε. Ανησυχούμε συχνά αν ο δρόμος που πήραμε είναι ο σωστός, αν θα μας οδηγήσει σε γκρεμό ή σε ένα γαλήνιο δάσος. Πολλές φορές κρυώνουμε, βρεχόμαστε, γλιστράμε και πέφτουμε στα νερά. Αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα, σηκωνόμαστε και πάλι. Και συνεχίζουμε χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε που πάμε, απλά γιατί πρέπει να συνεχίσουμε γιατί έτσι είναι η ζωή. Κουρασμένοι ή μη, πάνω στο ποδήλατο ή κουβαλώντας το, με τα χέρια στο τιμόνι ή χωρίς χέρια, ασθμαίνοντας στις ανηφόρες ή ηρεμώντας στις κατηφόρες. Γύρω μας τα τοπία συνεχώς αλλάζουν, μια είναι συννεφιασμένα και μουντά προκαλώντας μας θλίψη, μια ηλιόλουστα και πράσινα γαληνεύοντάς τις ψυχές μας. Και προχωράμε, ο καθένας με το δικό του ρυθμό, άλλοι αργά, χαλαρά και σίγουρα και άλλοι πιο επικίνδυνα με σούζες, ορθοπεταλιές, απότομα φρεναρίσματα. Στην πραγματική ζωή, εκεί έξω, δεν υπάρχουν βοηθητικές ρόδες, είμαστε μόνοι και πρέπει να καταφέρνουμε να ισορροπούμε σταθερά και σίγουρα.
Χωρίς το χέρι του μπαμπά να μας στηρίζει, χωρίς το τσιρότο που θα μας κολλήσει η μαμά στα πληγωμένα γόνατα. Το παρήγορο είναι πως στην πορεία μας συναντάμε κι άλλους πολλούς καβαλάρηδες της ζωής. Και εν τέλει δεν νιώθουμε τόσο μόνοι. Και από μόνο του αυτό το λες και παρήγορο…


































