Θυμάσαι τότε που παίζαμε έξω στο δρόμο; Μήλα, κυνηγητό και κρυφτό; Που κάναμε με τις ώρες ποδήλατο και μας φώναζε η μάνα από το μπαλκόνι να μαζευτούμε; Αθάνατα ελληνικά καλοκαίρια. Με μυρωδιά καρπουζιού και παγωτού βανίλιας. Θυμάσαι και τους χειμώνες, που αράζαμε μετά το φροντιστήριο στα σκαλάκια για δυο τρεις κουβέντες με τους συμμαθητές;
Κι ύστερα πάλι στους τέσσερις τοίχους του δωματίου για διάβασμα. Και οι γονείς μας που καθότανε με τους γείτονες στις αυλές και τα λέγανε; Συζητούσαν, γλεντούσαν. Γελούσαν. Κι ο περιπτεράς της γωνίας ήξερε από πριν ποιο περιοδικό θα ζητήσουμε. Και μας κρατούσε το Μίκυ Μάους πριν εξαντληθεί. Κι αργότερα τη Σούπερ Κατερίνα. Θυμάσαι ; Λες και σου περιγράφω σκηνές από μια κλασική ταινία εποχής δεν είναι; Μόνο που έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια. Τώρα ο περιπτεράς έγινε mini market. Η γειτόνισσα έκοψε τις καλημέρες και τα παιδιά δε βγαίνουν πια στο δρόμο να παίξουν. Κλείνονται με ένα play station κι ένα που μου το είπαν lol αλλά δεν παίρνω κι όρκο ότι το κατάλαβα σωστά. Βλέπεις παραμεγάλωσα και δε σκαμπάζω από νεανικά παιχνίδια. Μετέωροι στεκόμαστε οι τριαντάρηδες. Πλέον φοβάμαι να κοιμηθώ με ανοιχτό το πατζούρι κι ας είμαι στον πρώτο όροφο. Λέω καλημέρα και με κοιτάζουν λες κι έπεσα από κανένα διαστημόπλοιο.
Που και που κάθομαι για να περιμένω μια φίλη σε κάποιο κεφαλόσκαλο και με κοιτούν σαν πένητα έτοιμο να ζητήσει βοήθεια. Όχι ότι θα τη δώσουν, αλλά σίγουρα θα την κρίνουν. Χαμογελώ και νομίζουν πως θα ζητήσω δανεικά. Κλαίω κι αδιαφορούν. Πέφτω και περνούν από πάνω. Πως γίναμε έτσι διάφανοι οι άνθρωποι; Δε μ’αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε. Δε μου αρέσει που χάσαμε τη γειτονιά. Που χάσαμε την απλότητα του τότε. Φόβος. Κλειστήκαμε στους εαυτούς μας. Χάσαμε πρώτα τους συνανθρώπους μας και μετά τους εαυτούς μας. Αν αυτό λέγεται σύγχρονη κοινωνία και μοντέρνος τρόπος ζωής, εγώ δεν τα θέλω. Εγώ θέλω τα απλά, τα ανθρώπινα. Θέλω το δικαίωμα στην καλημέρα. Θέλω πίσω το κεφαλόσκαλο μου.
Θέλω τη γειτονιά μου. Με τις ανοιχτές τις πόρτες και τα παράθυρα να μας φυσά ο αέρας. Σκάσαμε πια πίσω από επτασφράγιστα πατζούρια. Απογοητεύομαι… Κι όσο το κάνω κλείνω κι εγώ τα πατζούρια. Χθες καθώς γυρνούσα σπίτι είδα κόσμο σε κάποιες γειτονιές. Είδα παιδιά σε σκαλάκια με μπάλες του μπάσκετ κι όχι κινητά. Το φαντάζεσαι; Εδώ που είμαι εγώ το λένε κρίση. Το λένε δεν έχω πλέον λεφτά να πάω στις καφετέριες και τα μπαράκια.
Κι έτσι κάθομαι με μια μπύρα στο χέρι και χαζολογώ στα σκαλοπάτια και τις πλατείες. Κάτι αλλάζει, το νιώθω. Κάτι αρχίζει να αλλάζει στη μουντή ζωή μας. Κι ας προκλήθηκε από αφραγκίες. Χάσαμε τα πορτοφόλια μας και βρήκαμε ξανά τον άνθρωπο. Πρώτα τον μέσα μας κι ύστερα τον δίπλα. Φυσάει αέρας . Κάποιος πήρε απόφαση να ανοίξει τα παράθυρα του. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Το νιώθω… Και χαίρομαι…να ξέρεις πόσο χαίρομαι αγαπημένε μου!


































