Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρή δεν είχαμε ούτε τα μισά υλικά αγαθά από όσα έχουμε τώρα. Ζούσαμε χωρίς υπολογιστές, ιντερνέτ και σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς κινητά τηλέφωνα, οθόνες αφής, ψηφιακές βιντεοκάμερες και όλα τα εργαλεία που έχουν βγει δήθεν για να καλυτερέψουν τη ζωή μας. Τότε, ακόμη και με τα λίγα, ήμασταν πιο ευτυχισμένοι από όσο είμαστε τώρα. Θυμάμαι τις γιαγιάδες μου, τους συγγενείς, τους γείτονες και τους φίλους μου από τη γειτονιά κι από το σχολείο. Κανείς τους δεν είχε αυτά που έχουμε σήμερα κι όμως όλοι τους ήταν πιο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι από ότι είναι οι άνθρωποι τώρα. Και είχαν υπέροχες ιστορίες να μοιραστούν μαζί σου… Μερικές φορές σκληρές και δύσκολες, άλλες φορές ονειρικές κι απίστευτες, μα όλες τους βγαλμένες από την αληθινή ζωή. Πραγματικά υπέροχοι άνθρωποι… Θυμάμαι μια φορά, λοιπόν, όταν πήγαινα ακόμα στην τελευταία τάξη του λυκείου. Πρέπει να ‘τανε αρχές της άνοιξης.
Λίγο πριν τελειώσει η σχολική μου ζωή κι αρχίσει η άλλη… η πραγματική… Σχολώντας το μεσημέρι και καθώς γύριζα σπίτι με τα πόδια, άρχισε να βρέχει. Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και δεν υπήρχε τίποτα να προστατευθώ. Αλλά να σας πω μια αλήθεια; Δεν ήθελα κιόλας! Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό και καθώς σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν ίσως η τελευταία μαθητική μου βροχή, άρχισα να βαδίζω ολοένα και πιο αργά… Δεν είχα μαζί μου i-phone να γράψω στο facebook πόσο ωραίο συναίσθημα είναι να βαδίζεις στη βροχή χαζεύοντας. Ούτε Instagram να ανεβάσω μια ψαγμένη φωτογραφία με τις σταγόνες της βροχής. Αλλά είχα μια στιγμή. Μια μοναδική στιγμή μέσα στο χρόνο που δε θα χρειαζόμουν κανένα χρονολόγιο για να ανατρέξω και να τη θυμηθώ. Θα ήταν μια ιστορία που θα μπορούσα να διηγηθώ κι εγώ μαζί με όλους εκείνους τους υπέροχους ανθρώπους. Εκείνα τα όμορφα πλάσματα που στιγμάτισαν τη ζωή μου. Και τώρα τι; Τώρα που ‘χω αποκτήσει όλα όσα μου «έλειπαν» κάποτε κι ακόμα παραπάνω… Τώρα που μόλις ζήσω μια στιγμή, μια παρέα, μια ιστορία, ένα τραγούδι, ή μια φωτογραφία θα το «ποστάρω» στο Facebook, θα μαζέψω like και σχόλια. Τώρα, δηλαδή, είμαι πραγματικά χαρούμενη;
Με έκαναν άραγε αυτά καλύτερο, πιο ευτυχισμένο ή πιο υπέροχο άνθρωπο; Μπα… Τα όμορφα πλάσματα που κάποτε θαύμαζα απέχουν πολύ από μένα… Τελικά αργούμε να καταλάβουμε στη ζωή μας πως η ευτυχία δεν μετριέται ποσοτικά. Μπερδευτήκαμε λιγάκι νομίζοντας πως η μέθοδος της πρόσθεσης θα μας φέρει ευτυχία. Μα είναι τελικά η αφαίρεση αυτή που χρειάζεται. Όπως τότε που τρέχαμε με ματωμένα γόνατα στην εξοχή κάτω από τον καυτό ήλιο κι η μόνη μας συντροφιά ήταν τα δέντρα και τα τζιτζίκια, μα ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι… Τότε που για να μαζευτούμε δε μας έστελναν μήνυμα. Απλά έβγαζε η μάνα μια διαπεραστική φωνή. Κι αν τολμούσες ας μην πήγαινες σπίτι… Μήπως τελικά θα ‘πρεπε να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά; Μήπως να αφήσουμε ξανά να βγει προς τα έξω αυτό το παιδί που ο καθένας μας κρύβει μέσα του; Έχεις σκεφτεί που θα είμαστε σε 50 χρόνια από τώρα; Τι θα ‘χει απομείνει τότε τελικά; Μη μου το πεις. Απλώς σκέψου το. Κι αν το αποφασίσεις, μη δειλιάσεις.


































