Άλλαξες, παραδέξου το. Κάποτε κοιτούσες κάθε Πανσέληνο το φεγγάρι κι ονειρευόσουν ένα χέρι να κρατάει το δικό σου. Ένα παγκάκι για δύο και μια μπύρα μισή, μισή, από το περίπτερο. Μια σκηνή κι ελεύθερο camping μέχρι τελικής πτώσης. Δυο μάτια να αγαπάς, ένα κορμί να σε συναρπάζει κι ένα μυαλό που να μιλά στο δικό σου. Να σε καθηλώνει, να σε κολλάει. Έτσι ερωτευόσουν. Αλλά πάνε χρόνια. Τότε που δεν είχες γυρίσει ακόμη στο πατρικό. Δίχως δουλειά και πέντε απλήρωτες πιστωτικές. Η μία ακόμη στενάζει από εκείνο το διακοποδάνειο για την Ιταλία. Τότε που ο μισθός έφτανε μέχρι το τέλος του μήνα. Περίσσευε κιόλας. Τότε που ο αέρας της ανεξαρτησίας, της επαγγελματικής καταξίωσης και της απόλυτης ελευθερίας σου χτυπούσε εξαγνιστικά τα ρουθούνια. Αυτό το τότε πόσο διαφέρει από το τώρα σου; Πολύ…
Παλιά σε ένοιαζε, τώρα το συνήθισες… Άλλαξες και δεν το κατάλαβες. Ή μάλλον το ένιωσες και το πέρασες στα ψιλά γράμματα. Συμβιβάστηκες με το πνεύμα των καιρών. Ωφελιμιστικό κι Άγιος ο Θεός. Γιατί δε βγαίνει αλλιώς η ζωή σήμερα. Έτσι καθησύχασες τον εαυτό σου και συμβιβάστηκες. Και ξέχασες τον έρωτα. Τον έκανες χαρτί υπολογισμών. Πήρες από δίπλα το κομπιουτεράκι κι άρχισες τις προσθέσεις, τις αφαιρέσεις και τους πολλαπλασιασμούς. Έπαψες να ερωτεύεσαι με τα μάτια και την καρδιά. Κι άρχισες να «ερωτεύεσαι» με το μυαλό… Κι αν αυτό δεν ήταν τόσο άμεσα συνδεμένο με υπολογισμούς και πορτοφόλια, δε θα ήταν κακό. Αλλά το έκανες να είναι… Παραπονιέσαι για τη μοναξιά σου. Μα δεν κοιτάχτηκες ποτέ στον καθρέφτη. Δεν έριξες ποτέ ευθύνη στο είδωλο σου. Γιατί φταις. Τον θυμάσαι εκείνον τον άνθρωπο με τα πανέμορφα μάτια και την ευγενική καρδιά; Θυμάσαι πως σε κοιτούσε λες κι ήσουν ο κόσμος όλος; Δεν άφησες τον εαυτό σου να του δοθεί κι ας το ήθελες. Δεν είχε δικό του σπίτι, δεν είχε καλή δουλειά και μόρφωση επιπέδου. Και προτίμησες κάποιον με γεμάτο πορτοφόλι κι άδειο βλέμμα. Κάποιον που σου ήταν αδιάφορος, αλλά υπολογιστικά κατάλληλος.
Φίλε δεν παλεύεται με τεφτέρια η ζωή. Δεν αντέχει αριθμητικές πράξεις ο έρωτας. Μακρύς ο δρόμος για να τον αντέξεις με νεκρωμένη καρδιά. Σου γεμίζει το ψυγείο και σε αφήνει μέσα σου απάλευτα κενό… Κάποτε ήθελες μια μπύρα στη μέση γιατί μπορούσες να την είχες ολόκληρη κι επέλεγες να μοιραστείς. Τώρα γιατί δε θες να φτιάξεις με δύο μισά, ένα ολόκληρο; Μισό μερίδιο εσύ, μισό ο άλλος. Για ένα ολόκληρο. Που θα σου γεμίσει την καρδιά κι ας λείπει κάτι από το ψυγείο, ποιος νοιάστηκε στην τελική; Εσύ… Αλλά κακώς κάνεις και νοιάζεσαι. Αφέσου κι όλα θα γίνουν. Αν είσαι καλά, πλήρης κι ερωτευμένος με την πραγματική έννοια του έρωτα, όλα θα γίνουν. Αλλιώς, ένας λογιστάκος με μπακαλοτέφτερο θα’σαι. Αδειανός από αισθήματα, αδειανός από ζωή. Ξύπνα. Χημεία ήταν πάντα ο έρωτας, όχι μαθηματικά. Και στη Χημεία ή που θα καείς ή που θα εκτιναχθείς. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, μην τον ψάχνεις…


































