Άλλη μια κουραστική εβδομάδα φτάνει στο τέλος της. Νιώθεις σαν οι μέρες να έχουν περάσει σαν οδοστρωτήρας από πάνω σου. Προ των πυλών είναι το Σαββατοκύριακο και σου φαίνεται απίστευτο, ότι έστω για δυο μέρες θα αφήσεις για λίγο το γραφείο, δεν θα σηκώσεις κανένα τηλέφωνο, θα αφήσεις λίγο πίσω τις υποχρεώσεις και θα μπορέσεις να βρεθείς με την οικογένεια, τα παιδιά, τους φίλους σου. Το Σάββατο θα το περάσεις βέβαια κάνοντας δουλειές στο σπίτι, τις οποίες όλο και ανέβαλες. Μετά ψώνια στη λαϊκή, στο μάρκετ. Φτάνει νωρίς το απόγευμα κι αφού φάτε, θέλεις να προσφέρεις την απόλυτη χαλάρωση στην εαυτό σου.
Ανοίγεις το κλιματιστικό και πέφτεις στα δροσερά σεντόνια να κοιμηθείς. Περιμένοντας να σε πάρει ο ύπνος, προετοιμάζεις τον εαυτό σου για την Κυριακάτικη απόδραση. Θέλεις οπωσδήποτε να πας θάλασσα και θα το κάνεις, το χρωστάς στον εαυτό σου. Ξημερώνει λοιπόν η μέρα, άπαντες παρόντες στο σαλόνι, άλλος να ψάχνει το μαγιό του, άλλος πετσέτα, άλλος τα κουβαδάκια του. Εσύ να πρέπει να συντονίσεις το μικρό χάος που επικρατεί, ενώ ταυτόχρονα προσπαθείς να βολέψεις τα πράγματα όλων στο αυτοκίνητο. Σαν μια μικρή μετακόμιση ένα πράγμα. Μπάλες, καθισματάκια, ψυγειάκι με τα φαγητά, φουσκωτά στρώματα. Τίποτα όμως δεν σε πτοεί. Σκέφτεσαι μόνο την ώρα και την στιγμή που θα κάνεις την βουτιά σου κι όλο αυτό θα σε αποζημιώσει για την ταλαιπωρία που περνάς. Ακόμη και η κίνηση που ξεκινάει από την Γορίτσα και φτάνει ένας Θεός ξέρει που, δεν μπορεί να σου χαλάσει τη διάθεση. Το μυαλό σου είναι καρφωμένο στην ξαπλώστρα που θα βρεις και θα είναι τόσο κοντά στο κύμα που θα νιώθεις κατευθείαν την αύρα του. Που να ήξερες όμως, αγαπημένε μου αναγνώστη, πως τα όνειρα θερινής νυκτός που έκανες καθ΄ όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου, όνειρα θα μείνουν.
«Να εκείνο το ζευγάρι φεύγει» ακούς κάποιον να λέει, όντας φορτωμένος με όλα τα συμπράγκαλα στην πλάτη σου. Το ίδιο άκουσαν και όλοι οι υπόλοιποι που έφτασαν μαζί σου την ίδια ώρα στην παραλία και τότε ξεκινάει ο αγώνας δρόμου. «Τρέχα παιδί μου να πιάσεις την ξαπλώστρα» λες, αλλά που να ήξερες ότι η καπάτσα κυρία που ήρθε μετά από σένα, βρίσκεται ήδη πίσω σου και με άλματα, ως άλλη Βούλα Τσιαμήτα, έχει ήδη φτάσει και έχει απλώσει την πετσέτα της. Δεν πειράζει, λες από μέσα, κι ας βράζεις από νεύρα, κάτι άλλο θα βρεθεί. Μέχρι που βλέπεις μια οικογένεια να μαζεύει τα μπογαλάκια της, σιγά – σιγά αρχίζεις να προσεγγίζεις προς το μέρος τους για να μην δείξεις πως τους έχεις δει και δώσεις στόχο, νιώθεις την καυτή ανάσα κάποιων λουόμενων από πίσω, ανοίγεις το βήμα σου, πετάς μπάλες, κουβαδάκια, ψυγείο γύρω από τις ξαπλώστρες, ρωτάς αν όντως φεύγουν και μόλις ακούς το ναι πανηγυρίζεις λες και τι έγινε. Μπορεί να ταλαιπωρήθηκες, να ίδρωσες, να τσατίστηκες, αλλά τα κατάφερες, βρήκες και ομπρέλα και ξαπλώστρα. Κάτσε και απόλαυσε το, μην ακούς κανένα παιδάκι να φωνάζει, καμιά ρακέτα να σου ταράζει το νευρικό σύστημα, κανένα κουτσομπολιό γύρω- γύρω. Άραξε. Ο στόχος επετεύχθη, ξαπλώστρα ευρέθη.


































