Οι Πέρσες του Αισχύλου στο Φεστιβάλ Ολύμπου

Της Ευαγγελίας Ράπτου – Στεργιούλα – Φιλολόγου

Όλα τα «μεγάλα» έργα, όσες φορές και να τα δει κανείς, θα αποτελούν πάντοτε μια «διδασκαλία». Όσο καινοτόμος και να είναι η σύλληψη ενός σκηνοθέτη, όσο και να απομακρύνεται από το σκηνικό που όλοι μας λίγο πολύ έχουμε πλάσει με τη φαντασία μας για μια αρχαία τραγωδία, όσο και αν ο χορός και υποκριτές απέχουν από την αρχαία σύλληψη, πάντοτε η αναπαράσταση ενός τέτοιου έργου, μεστού από ποιότητα και δυναμισμό, θα αποτελεί δίδαγμα αιώνιο, πρότυπο ζωής, πυξίδα στις τρικυμίες όλων των καιρών.
Εκεί βρίσκεται η δύναμη της επικαιρότητας τέτοιων παραστάσεων και ως τέτοια αποδείχθηκε η παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, που το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας έδωσε το βράδυ του Σαββάτου 2 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου. Και ήμασταν όλοι εκεί και θαυμάσαμε και απολαύσαμε την υποκριτική δύναμη των συντελεστών της, οι οποίοι αναδείχτηκαν όλοι πρωταγωνιστές. Από τα στόματα όλων έβγαινε η αλήθεια. Και το ηχόχρωμα της φωνής τους έκανε του θεατές να συμπάσχουν και να βιώνουν το «κακό» του πολέμου, σαν οικείο κακό. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, όταν σκεφτούμε τον παραλογισμό των πολύμορφων πολέμων που ζούμε καθημερινά!
Επιβλητικότητα μέσω των κουστουμιών που «έπαιζαν» σε άσπρο μαύρο, και εν μέρει κόκκινο, λόγος στιβαρός, πηγαίος, καθαρός, δυναμικός. Δεκατέσσερις γέροντες που συνιστούσαν τον χορό, τρεις μοίρες λευκοντυμένες, ο Ξέρξης, η Άτοσσα, ο Δαρείος και ο αγγελιοφόρος, μετέφεραν επί σκηνής το οικτρό του πολέμου πρόσωπο. Δύο μαύρα πουλιά συμπλήρωναν το σκηνικό και έδεναν τόσο πολύ με τα κακά μαντάτα που πρωτο-έφερε το όνειρο της βασιλομάνας.
Και «να οι πιστοί», καθώς λένε τους γέροντες του χορού, είναι «οι φύλακες μέσα στο ολόχρυσο λαμπρό παλάτι. Για το βάρος των χρόνων τους διάλεξε ο ίδιος ο Ξέρξης ο βασιλιάς για τη χώρα να αγρυπνούνε». Αλλά με προμαντέματα κακά η καρδιά τους τρέμει, γιατί έχει φύγει ολόκληρη η δύναμη από την Ασία και μαντατοφόρος ακόμα δεν έφτασε μαντάτα να τους φέρει. Βασιλιάδες υπάκουοι στον μεγάλο βασιλιά, οδήγησαν αμέτρητες στρατιές στης Ελλάδος τα μέρη. Και ενώ «Ο στρατός της Περσίας είναι ανίκητος και η καρδιά του λαού της ατσάλι» και ενώ «μοίρα παλιά, βούληση των λαών έχει ορίσει οι Πέρσες να κινούν πάντα πολέμους που γκρεμίσουν κάστρα», «δολερή παγίδα του θεού ποιος θνητός την ξεφεύγει… μάγισσα πρόσχαρη η πλάνη ξεγελάει τον άνθρωπο με χάδια, ώσπου στο δίχτυ να πιαστεί».
Και εμφανίζεται η «σεβαστή μητέρα του Ξέρξη, του Δαρείου η γυναίκα», που, όπως λέει ο Χορός, ήταν «ταίρι θεού και θα είναι μάνα θεού», της «τρώει η έγνοια την καρδιά… μια ανομολόγητη διπλή αγωνία», καθώς «ούτε το χρήμα αξίζει δίχως τους ανθρώπους ούτε οι άνθρωποι δίχως χρήμα λάμπουν όσο αξίζουν». Και ένα όνειρο κακό της αναστατώνει την καρδιά.
Και ένας Πέρσης κακός μαντατοφόρος θα επιβεβαιώσει του ονείρου τη μαντεία. Εισέρχεται και αναφωνεί «ω! Περσία λαμπρό του πλούτου εσύ λιμάνι, πώς έσβησε η μεγάλη ευτυχία μας και πάει το άνθος των Περσών με ένα και μόνο χτύπημα» και συνάμα ελεεινολογεί για τη δική του μοίρα «τι συμφορά πρώτος να λες τις συμφορές», συμφορές απύθμενες, αφού είναι «αμέτρητοι οι νεκροί που βρήκαν τραγικό θάνατο στης Σαλαμίνας τις ακτές». Με πόνο κράζει «Σαλαμίνα λέξη μισητή στ’ αυτιά μου και πώς με σφάζει η μνήμη της Αθήνας». Αλλά «πρέπει οι θνητοί να υπομένουν τα βάσανα που στέλνουν οι θεοί». Τα ελληνικά καράβια όλα και όλα ήταν 300 και δέκα επίλεκτα, ενώ ο Ξέρξης οδηγούσε χίλια καράβια και 207 γοργόπλοα. Την αναστροφή της μοίρας οι εχθροί την αποδίδουν στη θεϊκή εύνοια: «τον στρατό τον ρήμαξε κάποιος θεός», «γέρνοντας τη ζυγαριά της τύχης», ένας θεός εκδικητής, τιμωρός. Ο αγγελιαφόρος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την αιματηρή σύγκρουση: «το πέλαγο βογγά από θρήνους και οδυρμούς, ώσπου της νύχτας το μάτι ήρθε να βάλει τέλος». Και με ειλικρίνεια ομολογεί «Οι ελληνικές τριήρεις πολεμούν με τέχνη». «Μέγα πέλαγος δεινών!» ώστε και ο ίδιος ο Ξέρξης βγάζει φωνή σπαρακτική και τη μοίρα του χαρακτηρίζει «μισητή»!
Εξαιρετική και σύμφωνη με το όλο κλίμα υπήρξε και η μουσική υπόκρουση, καθώς και τα ακούσματα από φωνές πουλιών τρομακτικές, που φόβο σπέρνουν στις καρδιές και προμηνύουν κακά μαντάτα. Αποφασίζει ο Χορός με τη Βασίλισσα να απευθύνουν δεήσεις στους θεούς του Κάτω κόσμου, με θρήνους και οιμωγές! Και από το «ανακάλημα» με ένα εκπληκτικό σκηνοθετικό τέχνασμα βγαίνει ο Δαρείος «με τη λαμπρή του μοίρα» και ο «ζηλευτός στους Πέρσες», που διαπιστώνει πώς γρήγορα αλήθεψαν οι χρησμοί και δεν παραλείπει να μεμφθεί την υιική αλαζονεία και να υπογραμμίσει πως «όταν ανθίζει της αλαζονείας το άνθος, μεστώνει της καταστροφής το στάχυ και έχει ο άνρθωπος δάκρυα να θερίσει». Πράγματι, ευρηματική η επιφάνεια του Δαρείου!
Αλλά η Μάνα με τον λόγο της υπόσχεται συμπαράσταση στον γιο της. Διαπιστώνει πως «μαύρο μαντήλι της συμφοράς το χρώμα». Σαν μάνα καίνε μέσα της «του γιου της τα κουρέλια» και με πόνο δηλώνει πως «δεν θα προδώσουμε στις μαύρες ώρες αυτούς που πιο πολύ αγαπάμε».
Βγαίνει γυμνός στη σκηνή ο Ξέρξης -και αυτό μια εύστοχη σκηνοθετική επιλογή- και σαν μαχαίρια πάνω στη γυμνή του σάρκα καρφώνεται το δριμύ ερωτηματικό του Χορού «πού είναι;», όταν με πόνο τον ρωτά για τις ζωές που χάθηκαν εξαιτίας του. «Τι καθαρά κοιτάζει η πλάνη!», «και τι δεν χάθηκε απατημένε των Περσών;», «Τα δεινά διπλά και τριπλά είναι!». «Μαύρη καταραμένη συμφορά!». Ο Χορός αρχίζει το μοιρολόι. Χτυπιέται και οδύρεται, σχίζει τα ρούχα του! Γυμνός και τούτος μένει. Γυμνή η αλήθεια, γυμνή η συμφορά, γυμνός ο άνθρωπος, ανήμπορος στη δίνη της αλαζονείας και των δεινών που έπονται αυτής. Σκύβει η μάνα και δίνει φιλί μητρικό στον γιο της. Την πλάτη γυρίζει εκείνη, το πρόσωπο αυτός. Ναι το πρόσωπο το ανθρώπινο, χωρίς της αλαζονείας το προσωπείο. Απορούν οι γυναίκες στη σκηνή: «τι άλλο μένει πια να πούμε;».
Δεν θεωρώ ανάγκη να γίνει χωριστή αναφορά στην υποκριτική τέχνη των πρωταγωνιστών. Η ερμηνεία όλων ήταν εξαιρετική. Έλαμψαν όλοι τους ως σύνολο, σαν άκουσμα χορωδιακό! Κανένας περισσότερο, κανένας λιγότερο.
Και οι στίχοι του Καβάφη συμπληρώνουν τον λόγο της αισχυλικής τραγωδίας:
Aφανισθήκαμεν εκεί στην Σαλαμίνα.
… Δικά μας είναι τα Εκβάτανα, τα Σούσα,
και η Περσέπολις — οι πιο ωραίοι τόποι.
Τι εγυρεύαμεν εκεί στην Σαλαμίνα
στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε.
… η ναυμαχία
αυτή γιατί να γένεται και ν’ απαιτείται.
… γιατί να πρέπει
να σηκωνόμεθα, να παραιτούμεν όλα,
κ’ εκεί να πηαίνουμε να ναυμαχούμε αθλίως.
… τι μας μένει πια να πούμε:
οά, οά, οά, οά, οά, οά.
Το Φεστιβάλ Ολύμπου και το Κ.Θ.Β.Ε. σε μια λαμπρή συνεργασία μας προσέφεραν μια εξαιρετική παράσταση. Τα μηνύματά της διαχρονικά και ανθρώπινα.
Τους ευχαριστούμε πολύ!
*Ευαγγελία Ράπτου – Στεργιούλα, Δρ. Παν. Αιγαίου – Εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Σημειώνεται ότι το www.magnesianews.gr συμμετέχει στη δημοσιοποίηση των πολιτιστικών γεγονότων του Φεστιβάλ, ως χορηγός επικοινωνίας.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.