Γράφει η Μαρία Σπανού
Είχα την τύχη να πέσει στα χέρια μου, χάρη στον αείμνηστο πλέον καλό φίλο Ανδρέα Θωμόπουλο, το βιβλίο του ιστορικού Άγγελου Νταλαχάνη «Ακυβέρνητη Παροικία. Οι Έλληνες στην Αίγυπτο από την κατάργηση των προνομίων, στην έξοδο 1937-1962» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016). Πρόκειται για την πρώτη, στα ελληνικά, σοβαρή ιστορική μελέτη, η οποία, αποστασιοποιημένη συναισθηματικά με το ζήτημα, αφήνει κατά μέρος τα στερεότυπα για τους λαμπερούς Αιγυπτιώτες, διαψεύδει τα απλοϊκά σχήματα για το πώς «χάσαμε» την Αίγυπτο, και ανατρέπει την κυρίαρχη αντίληψη που παραλληλίζει το τέλος- της εκεί ελληνικής παροικίας- με το δράμα του 1922.
Με λίγα λόγια το ερώτημα που διατρέχει ολόκληρη την μελέτη είναι το εάν οι Έλληνες της Αιγύπτου αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο της προκοπής τους και πώς; Έφταιξαν ο ανερχόμενος παναραβισμός και ιδιαίτερα ο Νάσερ; Έφταιξε η ίδια η ελληνική παροικία; Ή μήπως επρόκειτο, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ιστορία, για σύνθεση πολλαπλών παραγόντων; Σε όλα αυτά δίνει απαντήσεις ο Νταλαχάνης, ο οποίος δεν είναι Αιγυπτιώτης. Το διευκρινίζει ο ίδιος εξαρχής της μελέτης του. Η ενασχόλησή του με το θέμα, η οποία είναι το αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής, προέκυψε από την επαφή του με Αιγυπτιώτες που ζουν εδώ στην Ελλάδα και κυρίως από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα για την ιστορία της Μέσης Ανατολής και ειδικότερα για την αποικιοκρατία στην περιοχή. Όταν επισκέφθηκε το 2008 για πρώτη φορά την Αίγυπτο η στερεοτυπική εικόνα που έχουν οι περισσότεροι για το ότι «οι Αιγυπτιώτες ήταν όλοι τους πλούσιοι και κοσμοπολίτες, γνώριζαν πολλές ξένες γλώσσες και ήρθαν στην Ελλάδα όταν τους έδιωξε ο Νάσερ», άρχιζε να ξεθωριάζει. Η ερμηνεία του Νταλαχάνη σχετικά με την παραμονή όσο και την αποχώρηση χιλιάδων Αιγυπτιωτών είτε με τη μορφή του επαναπατρισμού είτε με τη μορφή της μετανάστευσης δεν στηρίζεται στις προφορικές μαρτυρίες, καθώς τις θεωρεί -δικαίως- φορείς της συλλογικής μνήμης, η οποία καθορίζεται κυρίως από εθνικά αφηγήματα και κοινωνικά στερεότυπα, η ανάλυσή των οποίων απαιτούσε άλλη μορφή έρευνας.
Η ερμηνεία του καλοδουλεμένη μέσα στο απαραίτητο πολιτικό και ιστορικό σκηνικό εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ανέκδοτο υλικό, βασισμένο σε τρία είδη γραπτών πηγών: Σε έγγραφα παροικιακών και σε έγγραφα διεθνών οργανισμών, όπως η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας (ΕΚΑ), το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο (ΕΕΕΑ), η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ’ Ευρώπης (ΔΕΜΕ) με έδρα τη Γενεύη κλπ όσο και σε διπλωματικές υπηρεσίες, κυρίως του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Επιπλέον, παραθέτει πλήθος από στατιστικούς πίνακες. Η μελέτη καταπιάνεται με την πορεία της ελληνικής παροικίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως και την έξοδο των Ελλήνων της, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μια πορεία που δεν είναι γραμμική, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, και που δεν είχε την έξοδο ως το μοναδικό αποτέλεσμα.
Τί μας λέει κοντολογίς αυτή η μελέτη στις 394 πυκνές σελίδες του βιβλίου: Όσοι εγκατέλειψαν οριστικά την Αίγυπτο είχαν φθάσει εκεί, οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους από άλλο τόπο κατά τον 19ο αιώνα έως και τα μέσα του 20ού. Η ελληνική παροικία υπήρξε αποτέλεσμα μετανάστευσης εμπόρων και μετανάστευσης Ελλήνων υπηκόων και ελληνόφωνων πληθυσμών από την Ελλάδα και τη Μ. Ασία, από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και από περιοχές των Βαλκανίων. Τους είχε προσελκύσει αρχικά η ευνοϊκή πολιτική για τους ξένους του Μοχάμεντ Άλι, του Αλβανού ηγέτη της Αιγύπτου από την Καβάλα, κατά τον 19ο αιώνα. Σταδιακά ο αριθμός τους αυξήθηκε λόγω των ευκαιριών πλουτισμού και των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν, μεταξύ άλλων, από το εμπόριο βάμβακος, τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα, όπως η διώρυγα του Σουέζ, και από τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης λόγω των διομολογήσεων και αργότερα της βρετανικής αποικιακής παρουσίας-προστασίας. Οι διομολογήσεις ρύθμιζαν τη θέση των ξένων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δια μέσου των φορολογικών, νομοθετικών και δικαστικών προνομίων, ευνοώντας έτσι τις επιχειρηματικές δραστηριότητες (και) των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, που διατηρήθηκαν έως το 1937. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Έλληνες της Αιγύπτου αποτελούσαν την πολυπληθέστερη ξένη μειονότητα (το 1937, όταν οι Αιγύπτιοι χωρίς τους νομάδες αριθμούσαν 15.734.170 κατοίκους, οι Έλληνες υπήκοοι ανέρχονταν σε 68.559 κατοίκους), αποτελώντας ένα σύνολο με συνεκτικά στοιχεία κυρίως τη γλώσσα, την κοινή πολιτιστική καταγωγή και τη θρησκεία. Η διάρθρωση της ελληνικής παροικίας περιλάμβανε άτομα κάθε κοινωνικής τάξης. Από μεγιστάνες του πλούτου έως τη φτωχολογιά.
Με την πάροδο όμως του χρόνου, η παροικία βρέθηκε αντιμέτωπη με «τις συναρθρώσεις διαφορετικών κόσμων που διαμόρφωναν την ιδιαιτερότητά της» «Η αποχώρηση των Αιγυπτιωτών εντάσσεται στις ευρύτερες μετακινήσεις πληθυσμών, οι οποίες συνδέονται με τρεις βασικές εξελίξεις-προβλήματα:
Κατά πρώτον, το πρόβλημα σχετίζονταν με τη συνάντηση δυο διαφορετικών κόσμων των αποδήμων Ελλήνων. Από τη μια, η διασπορά, δηλαδή η μετανάστευση από τον εθνικό κορμό της Ελλάδας και από την άλλη κάτι ευρύτερο, η ομογένεια, που εκτός από τη διασπορά περιλάμβανε και όλους εκείνους που είχαν μεταναστεύσει από τη Μικρά Ασία ή άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά δεύτερον, η παροικία βρέθηκε ακυβέρνητη στο σημείο που η Αίγυπτος από οθωμανική και βρετανική προχώρησε στο αιγυπτιακό έθνος-κράτος. Μια μετάβαση που ενεργοποίησε τον αραβικό εθνικισμό, όπως αποτυπώθηκε στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική διάσταση της νέας ζωής της Αιγύπτου. Ορόσημα βεβαίως είναι και το πραξικόπημα των Ελεύθερων («εκσυγχρονιστών») Αξιωματικών το 1952, και φυσικά η άνοδος στην εξουσία του Νάσερ, ο οποίος από το 1954 έβαλε την Αίγυπτο σε δυναμική τροχιά, εκφράζοντας τις ελπίδες του αιγυπτιακού λαού για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη έπειτα από πολλά χρόνια βρετανικής επικυριαρχίας στην Αίγυπτο. Μια τροχιά πλήρους ανεξαρτησίας με την οποία η ελληνική παροικία, την οποία κατά τον Νταλαχάνη, αν και ο Νάσερ αντιμετώπιζε ευνοϊκά, δυσκολεύτηκε να συντονιστεί. «Όταν άρχισε η έξοδος, η Αίγυπτος για πολλούς Έλληνες είχε ήδη «χαθεί», σημειώνει ο μελετητής, στα δε τέλη του 1960, η ελληνική παρουσία είχε ήδη μειωθεί κατά το 1/3 περίπου, και περιοριζόταν σε 47.673 Έλληνες υπηκόους.
Τρίτον, η παροικία βρέθηκε στο σημείο σύγκρουσης του δυτικού ιμπεριαλισμού με την «κομμουνιστική απειλή» στη Μέση Ανατολή μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ζητήματα που διαμόρφωσαν ψυχροπολεμικούς συσχετισμούς στην περιοχή, οι οποίοι μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ (1948) εντάθηκαν. Αυτοί οι συσχετισμοί καθόρισαν σημαντικά την πολιτική του ελληνικού και του αιγυπτιακού κράτους με αντανάκλαση της παροικιακής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτό το ρευστό τοπίο και ενώ διαμορφώνονταν καινούργιοι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί η παροικία αντέδρασε με αντιφατικούς τρόπους και παγιδεύτηκε στις αλληλοσυγκρουόμενες στρατηγικές της ηγεσίας της και του ελληνικού κράτους. Κοντολογίς, ο Νταλαχάνης αποδεικνύει μέσω της μελέτης του ότι στη διάρκεια της έρευνας που τη διατρέχει η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο βρέθηκε ακυβέρνητη σε ένα ρευστό περιβάλλον.
«Ακυβέρνητη Παροικία. Οι Έλληνες στην Αίγυπτο από την κατάργηση των προνομίων, στην έξοδο 1937-1962»
Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.



































