Ένα από τα ζητήματα που αναδεικνύει η νέο-συντηρητική κυβέρνηση για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι αυτό των «αιώνιων» φοιτητών. Πέρα από το πρακτικό ζήτημα, ότι δεν υπάρχει σημαντική επιβάρυνση των ΑΕΙ, καλό είναι να δούμε και πιο βαθιά στην ουσία των ζητημάτων. Πως προκύπτουν οι αιώνιοι φοιτητές; Προφανώς από τη δυσκολία ή αδυναμία περαίωσης των σπουδών στον θεωρητικά προβλεπόμενο χρόνο. Όταν καθυστερεί η αποφοίτηση αυτό θα αποτυπωθεί στον αριθμό των εγγεγραμμένων φοιτητών.
Το πραγματικό ζήτημα λοιπόν είναι η καθυστέρηση στο χρόνο περαίωσης των σπουδών, σε σχέση με τον προβλεπόμενο χρόνο. Προφανώς όσοι ζουν μέσα και γύρω από τα Πανεπιστήμια γνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα. Είναι όμως το φαινόμενο Ελληνικό ή διεθνές;
Διεθνώς καταγράφεται μεγάλη απόκλιση μεταξύ της θεωρητικής και της πραγματικής διάρκειας των σπουδών. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ ο μέσος χρόνος αποφοίτησης στο θεωρητικό χρόνο σπουδών είναι μόνο 39% των φοιτητών ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 67% μετά από 3 έτη. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αποφοίτησης στο θεωρητικά προβλεπόμενο χρόνο είναι 39,4% ενώ σε χρόνο ν+50% είναι μόλις 60% (50% στα ιδιωτικά κερδοσκοπικά). Ακόμη και μετά μια διόρθωση της τάξης του 20 ή 25 %, λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται – ότι η χώρα μας δεν υστερεί σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (Σχήμα 1).
Σχήμα 1: Ποσοστό αποφοίτησης στο θεωρητικά προβλεπόμενο χρόνο και στα +3 χρόνια

Πηγή: OECD (2019) Education at a Glance (σελ. 208)
Οι αιτίες που επισημαίνονται και από τους διεθνείς οργανισμούς είναι ποικίλες. Αφορούν, μεταξύ άλλων, στην κρίση, στο μορφωτικό επίπεδο και στο εισόδημα των γονέων, αλλά και στους πόρους που το κράτος επενδύει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Προτού όμως δούμε αυτά το ζήτημα είναι κρίσιμο να αποφασίσουμε τι θέλουμε από και για τα Πανεπιστήμια. Διότι το νεοφιλελεύθερο αφήγημα βασίζεται εν μέρει και στο επιχείρημα ότι τόσους απόφοιτους δεν τους χρειαζόμαστε, επιδιώκοντας να απονομιμοποιήσει τη δημόσια επένδυση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δυστυχώς τα δεδομένα της Eurostat τους διαψεύδουν, δείχνοντας σαφή υστέρηση της χώρας (31.7%) σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες στο ποσοστό αποφοίτων σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (Ιρλανδία 46,9%, Φιλανδία 44,5%, Σουηδία 43,3%, Βέλγιο 40,6%, Δανία 39.7%, Ολλανδία 38,3%, Ισπανία 37,3%) παρά τη σταθερή αύξηση και σύγκλιση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (εδώ η εικόνα μπορεί να είναι και εξωραϊσμένη, καθώς πολλοί απόφοιτοι έχουν μεταναστεύσει, δίχως αυτό να αποδίδεται στη σχετική απογραφή). Οι προηγμένες χώρες έχουν επενδύσει συστηματικά στη μόρφωση των πολιτών τους σε ανώτατο επίπεδο και συνεχίζουν να ενισχύουν την προσπάθεια.
Απαιτείται λοιπόν σημαντική και συστηματική επένδυση στον τομέα. Συμβαίνει όμως αυτό; Από τα δεδομένα φαίνεται ότι έχουμε πολύ χαμηλά επίπεδα δημόσιας δαπάνης ως ποσοστό τους ΑΕΠ, δαπάνης ανά φοιτητή και το χειρότερο δείκτη στην αναλογία φοιτητών προς ακαδημαϊκό προσωπικό.
Σε ποσοστό του ΑΕΠ, είμαστε στην ίδια κατηγορία με τις χώρες των Ανατολικών Βαλκανίων και την Ιταλία, ξοδεύουμε τα μισά από την Τουρκία και το ένα τρίτο από τη Δανία. Στο προσχέδιο προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ αναστρέφετε η ανοδική πορεία των δαπανών, ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε απόλυτα μεγέθη, καθυστερώντας (στην καλύτερη περίπτωση) τις προσλήψεις προσωπικού και την έναρξη λειτουργίας νέων τμημάτων ή ενισχύεται;
Σχήμα 2. Δημόσια δαπάνη για την 3βάθμια εκπαίδευση ως % του ΑΕΠ (2015)

Πηγή: Eurostat
Η μειωμένη επένδυση γίνεται πιο εμφανής όταν υπολογίζεται ανά φοιτητή. Στις περισσότερες χώρες η δαπάνη ανά φοιτητή είναι διπλάσια έως τετραπλάσια από ότι στη στην Ελλάδα.
Τα παραπάνω δεδομένο – της μειωμένης δαπάνης ανά φοιτητή – συνδέεται άμεσα το ακαδημαϊκό προσωπικό, τόσο με τις αμοιβές όσο, κυρίως, με το πλήθος και εν τέλει την αναλογία με τους φοιτητές. Έτσι η Ελλάδα διακρίνεται αρνητικά για την αναλογία φοιτητών προς ακαδημαϊκό προσωπικό, σχεδόν διπλάσια από την επόμενη χειρότερη επίδοση και τριπλάσια από τις περισσότερες χώρες. Δεν χρειάζεται να επισημάνει κανείς το αυτονόητο, ότι η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα και το πλήθος του προσωπικού. Στο δεύτερο υστερούμε δραματικά. Για να καλύψουμε το κενό χρειάζεται όχι απλά να συνεχισθεί αλλά να ενισχυθεί η προσπάθεια που ξεκίνησε στην περίοδο 2015-2019, με τον επειγόντως αυξημένο προγραμματισμό των προσλήψεων και την ενίσχυση της διδακτορικής και μεταδιδακτορικής έρευνας (ΙΚΥ και ΕΛΙΔΕΚ), ώστε να αντιμετωπισθεί και να αναστραφεί η απώλεια δυναμικού (brain drain) και να ενισχυθεί η παραγωγή νέου ποιοτικά επαρκούς δυναμικού τόσο για τον ακαδημαϊκό όσο και για τον παραγωγικό τομέα.
Σχήμα 3: Φοιτητές ανά μέλος ακαδημαϊκού προσωπικού και Ετήσια δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή

Πηγή: Eurostat
Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα είναι ότι στα Ελληνικά Πανεπιστήμια ζούμε ένα μικρό θαύμα. Το θέμα είναι πόσο θα αντέξουμε, καθώς μετά το μικρό διάλλειμα ενίσχυσης των δαπανών και των διορισμών τα χρόνια 2015-2019 επιστρέφουμε στις πολιτικές ασφυξίας της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει χρόνια κρίση χρηματοδότησης, αλλά και νομιμοποίησης. Με την πολιτική 2015-19 ενισχύθηκε συστηματικά στο πλαίσιο των συνθηκών τόσο άμεσα με τον προγραμματισμό προσλήψεων προσωπικού και το πρόγραμμα απόκτησης ακαδημαϊκής εμπειρίας για νέους επιστήμονες, όσο και έμμεσα, με την ουσιαστική αύξηση της συνολικής δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη από 0,6% σε πάνω από 1% του ΑΕΠ, με την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Στο επόμενο διάστημα θα επιδιωχθεί η απονομιμοποίησή του Δημόσιου Πανεπιστημίου, καθώς κάποιοι αντιλαμβάνονται την εκπαίδευση ως αγορά μεμονωμένων ατόμων και όχι συλλογική επένδυση. Υπονομεύεται όμως έτσι και η προοπτική μετάβασης σε ένα σύγχρονο και δίκαιο αναπτυξιακό μοντέλο, με λιγότερες ανισότητες και καλύτερη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.



































