Σκέψεις για τα 60 χρόνια της ευρωπαϊκής ιδέας

Άρθρο του Θρασύβουλου Σταυριδόπουλου

Οι επέτειοι, όλες οι επέτειοι ανεξαιρέτως, κρύβουν πάντα κάτι αντιφατικό. Διότι από τη μία μεριά είναι η αίσθηση της χαράς, δηλαδή πώς να, τι καλά, κόντρα στο χρόνο άντεξε μια σχέση, ή ένας θεσμός, ή ένα πολιτικό ή πολιτιστικό επίτευγμα. Από την άλλη μεριά, όμως, είναι και η παραδοχή ότι με κάθε επέτειο αυτό το «κάτι» που εορτάζεται γερνάει κατά ένα χρόνο, στεριώνει μεν αλλά ίσως και χάνει ταυτόχρονα την αρχική δροσιά του.
Ειδικά στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής ιδέας , που αυτές τις ημέρες ζει την επέτειο των 60 χρόνων από τη συνθήκη της Ρώμης του 1957, είμαι βέβαιος ότι σχεδόν όλοι οι Έλληνες πολίτες, άνδρες και γυναίκες, είτε είναι υπέρ της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, είτε όχι, (και ιδίως οι άνω των 50 ετών που έχουν ζήσει όλη τη μετάλλαξη από Ε.Ο.Κ. σε Ε.Ε.) σίγουρα έχουμε αισθανθεί τούτες τις ημέρες αυτή την αντιφατική κατάσταση της επετειακής πραγματικότητας. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει όσα λέγονται από τα χείλη των πολιτικών προσωπικοτήτων των κρατών της Ε.Ε., δηλ. περί της σημασίας της 60ης επετείου της γέννησης της Ευρωπαϊκής Ιδέας, με αρχικό της στόχο την ενοποίηση της διαιρεμένης από τους δύο παγκοσμίους πολέμους Ευρώπης, την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία για όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Αλλά είμαι εξίσου βέβαιος ότι πάρα πολλές και πολλοί από εμάς έχουμε ταυτόχρονα προβληματισθεί για το κατά πόσον είναι πράγματι προς εορτασμό αυτή η 60η επέτειος, ή ημέρα σκέψης και προβληματισμού για το ευρωπαϊκό αύριο.
Οι αιτίες πολλές και μερικές από αυτές με τέτοιο ειδικό βάρος που στη ζυγαριά των καταστάσεων που βιώνουμε, οι αρχικές προσδοκίες και υποσχέσεις της Ε.Ε. υφίστανται μια σοβαρή ήττα. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν, με νηφαλιότητα και χωρίς προκαταλήψεις, να αναλύσουμε την 60η επέτειο με αναφορές στο χτες και στο σήμερα, και κρατώντας στο χέρι μας τα δύο αλάνθαστα επιστημονικά εργαλεία την Γεωγραφία και την Ιστορία.
Και μιλώντας για Ιστορία ας ξεκινήσουμε με την απάντηση στο απλό ερώτημα: «Μα γιατί επιλέχθηκε η Ρώμη για την υπογραφή αυτής της τόσο σημαντικής συνθήκης?, Χάθηκε το Παρίσι, ή οι Βρυξέλλες, ή το Βερολίνο, ή μάλιστα η Βιέννη που είναι και σχεδόν στο κέντρο? Γιατί ειδικά στη Ρώμη?» Για πολλούς λόγους ανάμεσα στους οποίους δύο πολλοί χαρακτηριστικοί:
α)μέσα στην συλλογική ιστορική μνήμη όλων αυτών που σήμερα αποτελούν τα ισχυρά σε βιομηχανικό και οικονομικό επίπεδο κράτη της Ευρώπης, είναι βαθιά χαραγμένο και ριζωμένο το πρώτο εκείνο κρατικό μόρφωμα που τους «έβγαλε» από την ημιβάρβαρη κατάστασή τους, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που ευθέως παρέπεμπε στην πάλαι ποτέ κραταιά Ρώμη, τη θαυμαστή εκείνη αιώνια Πόλη που στα μάτια των Γαλατών, Αλαμανών, Φράγκο/Γότθων και όλων αυτών από τους οποίους έλκουν τη καταγωγή τους οι σημερινοί Γάλλοι, Γερμανοί, Ολλανδοί, Βέλγοι, Ισπανοί και Ιταλοί, ήταν η θεσπέσια πόλη που θα ήθελαν τόσο πολύ να την φθάσουν, να την κατακτήσουν αλλά και να τη λατρέψουν.
β) επίσης, μέσα στη συλλογική αυτή μνήμη, είναι επίσης βαθιά χαραγμένο το γεγονός ότι όσα πολύτιμα έμαθαν και τα συνδύασαν με τα δικά τους στοιχεία, ώστε να επιτύχουν το προχώρημα τους στις τέχνες, στην οικονομία, στις επιστήμες και στον πολιτισμό, τους τα έδωσε η Ρώμη, γιατί τους έδωσε απλόχερα τη λατινική γλώσσα, το λατινικό νομικό σύστημα, τη χριστιανική θρησκεία αλλά και την παπική βούλα στα εκκλησιαστικά θέματα και στις βασικές αρχές της διοικητικής τέχνης και της διπλωματίας, που τα δίδαξαν οι μορφωμένοι κληρικοί στους «άξεστους και σκληροτράχηλους» πρώτους βασιλιάδες και τοπικούς γαιοκτήμονες της ΦραγκοΓοτθικής Ευρώπης, που διαδέχθηκε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Γι αυτό, δεν είναι καθόλου τυχαίο που κάθε αναφορά των ευρωπαίων ηγετών στην κοινή ιστορία τους και ειδικά όταν είναι να θεσπίσουν μια υψηλή τιμητική διάκριση, στρέφεται στον Καρλομάγνο και σε εκείνη την περίοδο που άρχισαν να αποκτούν τη στοιχειώδη πολιτική τους ταυτότητα.
Να λοιπό που μέσα και μετά από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, τίθεται και προκύπτει ένα αμέσως επόμενο, γεωγραφικό θα έλεγα, ερώτημα: «Από πού αρχίζει τελικά και που τελειώνει η αυτή η Ενωμένη Ευρώπη?» Διότι μας έχουν μπερδέψει κάπως οι εκ Βρυξελλών και Στρασβούργου εταίροι μας. Και πώς να μην μπερδευτούμε! Θυμίζω ότι ξεκινήσανε με μια στοιχειώδη εμπορική και βιομηχανική ένωση που την αποτέλεσαν αρχικά τα κράτη του πυρήνα της πρώην κεντρικής Ευρώπης, δηλ. οι διάδοχοι του Καρλομάγνου, οι γνωστοί βασιλικοί οίκοι που επί αιώνες σφάζονταν και τα έβρισκαν έπειτα μεταξύ τους (Γαλλία,Γερμανο – Πρωσικά κράτη, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο). Μετά κάλεσαν και τους Βρετανούς στο ευρωπαϊκό σαλόνι (οι οποίοι βέβαια ουδέποτε δήλωσαν Ευρωπαίοι, ως ακραιφνείς νησιώτες και αιώνιοι αντίπαλοι των πάσης φύσεως χερσαίων διαχωρισμών). Και αιφνιδίως, πριν καν μπουν οι υπόλοιποι διάδοχοι των παλαιών οίκων δηλ. ΑυστροΟυγγαρία, Ισπανία, Πορτογαλία, έρχεται η Ελλάδα να γίνει μέλος στο κλειστό Club των επιγόνων του Καισαροπαπισμού και των τέκνων του Καρλομάγνου! (Ας αναπαύει ο Θεός την ψυχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή).
Όπως ήταν πολύ φυσικό μέσα σε λίγα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα 10 κράτη έγιναν 28, περιλαμβάνοντας κατ’ αρχήν όλο το βασικό για την οικονομία της κεντρικής Ευρώπης Δουνάβιο και παραΔουνάβιο σύνολο κρατών (δηλ. Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία). Να θυμίσω όμως ότι μία Δουνάβια χώρα, η τέως Γιουγκοσλαβία, διαμελίσθηκε εν μια νυκτί στα χαρτιά γιατί δεν συμφωνούσε με τους όρους και τα ανταλλάγματα για την πλήρη συμμετοχή της στο δίκτυο, του οποίου όμως ήταν απόλυτα αναγκαίος εταίρος, οπότε «στήθηκε» – πάνω βέβαια και στις εθνικές τοπικές διαφοροποιήσεις – ένας μακροχρόνιος εμφύλιος για αυτή ακριβώς την υπόθεση του Δούναβη και του εσωτερικού ενωμένου και ενιαίου ποτάμιου δικτύου ηπειρωτικών μεταφορών (Ρήνος, Δούναβης, Έλβας, Οντερ, Σηκουάνας κ.α.) . Συμπέρασμα: Οι ειρηνικές προθέσεις των ηγετών και των συμφερόντων που απαρτίζουν την Ε.Ε. δεν φείδονται ουδενός μέσου προκειμένου οι σχεδιασμοί να πραγματοποιηθούν. Για να επαληθευθεί για μια ακόμη φορά ο Θουκιδίδης που από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου το είπε καθαρά πως ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ και η ειρήνη κατέληξε να είναι μικρή παύση των εχθροπραξιών.
Τελικά εκτός, από τους Σκανδιναβούς (που από τότε που ως Βίκινγκς έπαψαν να είναι πειρατές και επιδρομείς έχουν μπει πλήρως στα ευρωπαϊκά σαλόνια αλλά και στα πεδία των ευρωπαϊκών πολέμων) έφθασαν να είναι στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και μερικές χώρες που μέχρι πριν 10-15 χρόνια μόνο Ευρώπη δεν έλεγαν οι ίδιες τον εαυτό τους, αναφέρομαι στις Λεττονία, Λιθουανία, Εσθονία, ενώ επίσης σε επίπεδα άλλων παράλληλων ευρωπαϊκών θεσμών, όπως η Eurovision, η Ευρώπη μεγαλώνει γεωγραφικά προς τον Καύκασο και στις περί την Κασπία χώρες, περιλαμβάνοντας όπως είναι φυσικό και τη Ρωσία, αλλά και την Τουρκία και το Ισραήλ.
Άρα επανερχόμενοι ρωτάμε: Που αρχίζει και που τελειώνει η Ευρώπη? Διότι η Βρετανία μόλις αποχώρησε από την Ένωση, ενώ η Τουρκία έχει θυμώσει που δεν την παίζουν και δεν τη φωνάζουν στο σαλόνι αλλά την έχουν να περιμένει έξω, όμως οι χώρες του Καυκάσου και της Κασπίας Θάλασσας, αν και μέσα στην Ασία, μάλλον θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές μιας και έχουν και καλή προίκα (κοιτάσματα υδρογονανθράκων), ενώ η Ρωσία προφανώς όχι. Η τελευταία διαθέτει τεράστια προίκα και είχε ανέκαθεν και μερίδιο στην Ευρωπαϊκή Ιστορία από εποχής Μεγάλου Πέτρου, αλλά οι εν Βρυξέλλες και Στρασβούργο εταίροι μας μάλλον φοβούνται την εξέλιξη της Ευρώπης σε Ευρασία, γιατί αλλάζει υπερβολικά ο χάρτης και οι ΗΠΑ δεν θα αποδεχόντουσαν ποτέ αυτή την αλλαγή! Συνεπώς κρίνω ότι δεν έχει οριστικοποιηθεί η απάντηση στο ερώτημα μας αυτό. Η Ευρώπη σε έκταση δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη!
Ας γυρίσουμε λοιπόν στα 60 χρόνια Ευρώπης. Τι πετύχαμε? Τι επιδιώκουμε? Μια Ένωση λένε οι ισχυροί πολλαπλών ταχυτήτων. Αυτό είναι καινούργιο τάχα μου? Αφού ήδη από το 2000 έχουμε ένα κοινό νόμισμα που αφορά μερικά μόνο μέλη της Ε.Ε., όσα μετέχουν στην Ο.Ν.Ε. Από την άλλη πάλι ούτε κοινές πολιτικές αρχές ουσιαστικά έχουμε ούτε καν κοινά προγράμματα επενδύσεων και ανάπτυξης, ούτε κοινό φορολογικό σύστημα, ούτε καν κοινό ασφαλιστικό σύστημα, ούτε βεβαίως ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε φυσικά στοιχειώδη κοινή εξωτερική πολιτική. Χαρακτηριστική περίπτωση έλλειψης κοινών πολιτικών αρχών είναι η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των προσφυγικών ροών και η αδυναμία τήρησης των συμφωνηθέντων. Δεν θα αναφερθώ όμως σήμερα διεξοδικά στο πρόβλημα αυτό, ούτε και στην συνεχιζόμενη οικονομική κρίση του Ευρωπαϊκού Νότου – που μέρος της είναι και η ελληνική υπόθεση – διότι επιθυμώ να αναφερθώ αναλυτικά στα δύο αυτά τεράστια θέματα της Ε.Ε. σε ξεχωριστά άρθρα Θεού θέλοντος.
Συμμερίζομαι λοιπόν την άποψη εκείνων που υποστηρίζουν ότι επιτεύχθηκαν ελάχιστα σε σχέση με τις προσδοκίες που δημιούργησε η συνθήκη της Ρώμης και γενικά η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και το σημαντικότερο απ’ όλα η Ε.Ε. δεν κατορθώνει να σχηματίσει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σύστημα που να βασίζεται στην δημοκρατική λειτουργία των θεσμών της. Είναι αναμενόμενο μεν ότι σε ένα τέτοιο σύστημα και τα λόμπις θα «παίζουν» και οικονομικά συμφέροντα θα αντιμάχονται. Αλλά δεν μπορεί αυτό να φτάνει στο σημείο να χάνεται κάθε έννοια στοιχειώδους δημοκρατικής λειτουργίας. Γιατί ο κίνδυνος που περιμένει στη γωνία δεν είναι άλλος από:
-είτε την άμεση αποσύνθεση της Ενωμένης Ευρώπης στα εξ ών συνετέθη και την ταχεία επιστροφή στα πλήρως αυτόνομα κράτη,
-είτε την αργή αλλά σταθερή μετάλλαξή της σε ένα μόρφωμα που για να επιβιώσει θα αναγκαστεί να στραφεί στη βία κάθε μορφής σε βάρος των πολιτών. Και η χειρότερη βία είναι η φτώχεια και η στέρηση της παιδείας.
Είμαι της άποψης, που εξάλλου και πολλοί άλλοι υποστηρίζουν ότι χρειαζόμαστε μια ουσιαστική, μια πραγματική Ενωμένη Ευρώπη. Όχι μια Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, που ήδη εξάλλου υπάρχει και δεν είναι καθόλου αποτελεσματική, αλλά μια Ευρώπη που θα στραφεί σε πολιτικές εξισορρόπησης των τεράστιων ανισοτήτων και σε πολιτικές ανάπτυξης. Είμαι και εγώ βέβαιος ότι πολύ σύντομα θα αναδειχθούν πραγματικές πολιτικές ηγετικές προσωπικότητες που θα αναλάβουν να οδηγήσουν την Ευρώπη ξανά σε ενωτικές πολιτικές και όχι σε διασπαστικές διαχειριστικές πολιτικές, όπως συμβαίνει σήμερα που ελλείπουν οι ηγετικές φυσιογνωμίες με όραμα. Εξάλλου οι ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις δεν αναμένουμε ότι θα σταματήσουν ως δια μαγείας, γιατί αυτές γράφουν την Ιστορία, όμως μπορούμε να αναμένουμε ότι μέσα από αυτές θα ωριμάσουν οι συνθήκες για μια Ευρώπη δημοκρατικότερων και αντιπροσωπευτικότερων θεσμών.
Υποναύαρχος Λ.Σ. εν αποστρατεία,
Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου
και της Σχολής Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.