Το επιστημονικό περιοδικό σύγγραμμα «ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ», το οποίο από φέτος έχει ενταχθεί στη σειρά εκδόσεων του Φ.Ι. Λ.Ο.Σ., έχει αναφορές σε θέματα φιλολογικού, ιστορικού, αρχαιολογικού και λαογραφικού περιεχομένου από όλη τη Θεσσαλία και για τον λόγο αυτό αποτελεί πόνημα εξαιρετικού ενδιαφέροντος για τους αναγνώστες και τους μελετητές της περιοχής μας και όχι μόνο.
Τα περιεχόμενα του 14ου (2024) τόμου του περιοδικού διαιρούνται στις ενότητες: Φιλολογία, Ιστορία, Αρχαιολογία-Αρχιτεκτονική και Λαογραφία. Στην ενότητα Φιλολογία, πρώτη μελέτη είναι του Θεοδώρου Α. Νημά, φιλολόγου, δρ ιστορίας της εκπαιδεύσεως, με τίτλο «Οι μετονομασίες των πόλεων, των χωριών και των άλλων οικισμών του Νομού Καρδίτσης και η ετυμολογία των ονομάτων τους»
Στην εν λόγω μελέτη εξετάζονται χρονολογικά οι μετονομασίες των πόλεων, των χωριών και των άλλων οικισμών του Νομού Καρδίτσης, καθώς και η ετυμολογία των 161 περίπου αρχικών (παλαιών) ονομάτων τους, όπως αυτά καταγράφονται στην πρώτη απογραφή του 1881, καθώς και στις αμέσως επόμενες (1889, 1896 και 1907), πριν δηλαδή αρχίσει η συστηματική μετονομασία τους με ελληνικά, όταν ακόμα αυτά ήταν κυρίως ξενικής προελεύσεως και η ύπαρξή τους ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας (1393-1881) ή και στη Βυζαντινή εποχή. Συμπεριλαμβάνονται επίσης και οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν αργότερα, ετυμολογούνται δε όλα τα ονόματα, παλαιά και νέα. Για την ετυμολόγηση λαμβάνονται, φυσικά, υπόψιν οι προταθείσες από ειδικούς ερμηνείες.
Ειδικότερα η προέλευση των ξενικών ονομάτων των χωριών και οικισμών του Ν. Καρδίτσης έχει, συν-πλην, ως εξής: 1) αλβανικά 52, 2) σλαβικά 51, 3) τουρκικά 37 (στα πεδινά χωριά), 4) λατινικά 11, 5) βλαχικά 4, 6) βουλγαρικά 3, 7) βενετικά 2. Τα ελληνικά ονόματα κατά την απογραφή του 1881 ήταν 58, ενώ στις αμέσως επόμενες απογραφές εμφανίζονται για πρώτη φορά και άλλα χωριά (οικισμοί) με ελληνικά ονόματα εξ αρχής.
Οι αντικαταστάσεις των ξενικών ονομάτων άρχισαν αμέσως σχεδόν μετά το 1881 και συνεχίστηκαν έως τα τελευταία χρόνια, αλλά οι περισσότερες και πιο συστηματικές έγιναν κατά τα έτη: 1927 (12), 1928 (15), 1930 (14), 1940 (9), 1957 (30) και 1958 (5). Επίσης μερικές αρχικές μετονομασίες, που δεν θεωρήθηκαν επιτυχείς, αντικαταστάθηκαν λίγο αργότερα από άλλες. Οι μετονομασίες του 1940 ισχύουν σχεδόν στο σύνολό τους έως σήμερα.
Η δεύτερη Φιλολογική μελέτη είναι του Γεωργίου Τσοποτού, υποψηφίου διδάκτορος του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με τίτλο «Περιγραφή και σύγκριση των ιδιωμάτων της Δράκειας και της Σούρπης: Συμπεράσματα επιτόπιας γλωσσοσυλλεκτικής έρευνας». Η εργασία αυτή έχει ως στόχο τη μελέτη, ανάλυση και σύγκριση των διαλεκτικών ποικιλιών που ομιλούνται σε δύο χωριά της Μαγνησίας, τη Δράκεια και τη Σούρπη, αντίστοιχα. Η ανάλυση και η περιγραφή βασίζονται σε προφορικό γλωσσικό υλικό που συλλέχθηκε κατά τη διάρκεια επιτόπιας έρευνας στη Δράκεια και τη Σούρπη το 2022. Οι πληροφορητές επιλέχθηκαν με κριτήρια όπως η καταγωγή, η κοινωνική τους θέση και το επάγγελμά τους, με σκοπό τη συλλογή διαλεκτικού υλικού από διαφορετικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συνέντευξης και επιλέχθηκαν διαλεκτόφωνοι–νες ομιλητές–τριες που κάνουν ευρεία χρήση ιδιωματικού λόγου. Ακολουθεί ανάλυση του υλικού σε φωνητικό και μορφολογικό επίπεδο. Τέλος, και οι δύο διάλεκτοι εξετάζονται συγκριτικά, προκειμένου να εντοπιστούν πιθανές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους.
Η πρώτη μελέτη στην ενότητα Ιστορία είναι του Xρήστου Γ. Ντάμπλια, δρος Φιλολογίας, με τίτλο: «Οι Αλβανοί στον ευρύτερο Θεσσαλικό χώρο τον 14ο αιώνα», στην οποία γίνεται παρουσίαση και επισκόπηση των αρχικών στοιχείων για τους Αλβανούς στη Θεσσαλία κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ένα εθνοτικό στοιχείο που άρχισε να διεισδύει νοτιότερα με την αυγή του 14ου αιώνα. Είναι φυσικό ότι αυτός ο νομαδικός πληθυσμός μετακινούνταν γρήγορα και εύκολα. Ομάδες Αλβανών συνέχισαν να κινούνται προς τον νότο, αλλά μερικοί συμπατριώτες τους παρέμειναν στη Θεσσαλία και εντάχθηκαν στην υπηρεσία των τοπικών φεουδαρχών. Τα ιστορικά δεδομένα που αφορούν τους Αλβανούς αναφέρονται κυρίως στις ένοπλες δραστηριότητές τους ή τους χαρακτηρίζουν ως μισθοφόρους στην υπηρεσία των φεουδαρχών της Θεσσαλίας. Ορισμένα έγγραφα των Μετεώρων καθώς και κάποιες σκόρπιες πληροφορίες του Ιωάννη Καντακουζηνού, μας έδωσαν πληροφορίες για τις ένοπλες επιθέσεις τους καθώς και για τον μισθοφορικό χαρακτήρα τους στην υπηρεσία Θεσσαλών αρχόντων, όχι όμως και για βασικά θέματα, όπως π.χ. η καθημερινή ζωή του αλβανικού πληθυσμού ή οι σχέσεις τους με τους άλλους Θεσσαλούς.
Η δεύτερη ιστορική μελέτη είναι του Σταύρου Τσιέπα, πρέσβη επί τιμή, με τίτλο: «Βλαχόφωνοι (Φαρσαριώτες – Αρβαντόβλαχοι) της Θεσσαλίας Κοιτίδες, εποχικές μετακινήσεις, επιλογή και συνθήκες εγκατάστασης, ήθη και έθιμα, σύγχρονες θεωρήσεις». Η εμπεριστατωμένη αυτή μελέτη αναφέρεται στους βλαχόφωνους της Θεσσαλίας. Ειδικότερα, παρουσιάζεται η καταγωγή τους, το γλωσσικό τους ιδίωμα, οι σχέσεις τους με την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και η ιστορική διαδρομή τους στην περιοχή μας. Έτσι ο χωριστός κλάδος βλαχόφωνων πληθυσμών, οι Αρβανιτόβλαχοι, νομάδες με προέλευση από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, Κορυτσά, Φράσαρη, [στην ρωμαϊκή περίοδο η Ήπειρος αποτελείτο από την Νέα Ηπειρο, Εpirus nova, πρωτ. Δυρράχιο, Επίδαμνο και Παλαιά Ήπειρο, Epirus vetus, πρωτ. Νικόπολη, κατοικούμενες κατά πλειοψηφία από Ελληνες]. Οι πληθυσμοί αυτοί είχαν αρχικά τα χειμαδιά τους στην περιοχή των Αγίων Σαράντα και της Μαγνησίας. Μετά όμως την κατατρόπωση του αποστάτη Αλή πασά το 1822, την δημιουργία του Ελληνικού κράτους το 1830, την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 και τέλος την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1912, οι κινήσεις των νομαδικών αυτών βλαχόφωνων πληθυσμών που ακολουθούσαν πανάρχαια μονοπάτια στην νομαδικότητα (transhumance) χρειάστηκε να επαναπροσανατολιστούν. Έχουμε πλέον τα φαινόμενα, που ενώ αρχικά εκινούντο σε όλη την γεωγραφική περιοχή από Ναύπακτο μέχρι Γράμμο και Βίτσι και από Αγίους Σαράντα/Δυρράχιο μέχρι Μαγνησία, οι περιοχές ξεχειμωνιάσματος και καλοκαιριάσματος περιορίστηκαν και έλαβαν νέα κατεύθυνση. Τέτοια ήταν η περίπτωση των λεγόμενων Αρβανιτόβλαχων της Θεσσαλίας που πλέον κατοικούν σε χωριά και πόλεις, όπως το Αργυροπούλι, ο Αλμυρός, το Βελεστίνο, ο Βόλος, ο Ανθότοπος, η Νεράιδα, το Νεοχωράκι, η Σούρπη, το Καστράκι, το Σέσκλο, το Διμήνι της Μαγνησίας, το Καλαμάκι και το Καστρί της Αγιάς, η Ροδιά, τα Δελέρια, η Νέα Ζωή Καλαμπάκας, η Φαρκαδόνα Τρικάλων, το Ματσούκι του Βλαχοτζουμέρκου και η Κοκόνα Τρικάλων.
Πρέπει να τονισθεί ότι τα στοιχεία πολιτισμού των βλαχόφωνων Ελλήνων, όπως τα τραγούδια, ο χορός, η κουζίνα και η μαγειρική, η ενδυμασία, τα γενικότερα ήθη και έθιμα των τοπικών πληθυσμών που διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα τις τελευταίες εκατονταετίες, αποτελούν τα ήθη και έθιμα του τόπου (Ηπείρου, Ακαρνανίας, Μακεδονίας Θεσσαλίας), δηλαδή είναι ένα από τα υποσύνολα του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού.
Κατόπιν παρατίθεται σε ένα πολύ ενδιαφέρον περιηγητικό κείμενο του 17ου αιώνα. Είναι του Robert de Dreux (Ρομπέρ ντε Ντριώ), και τιτλοφορείται «Το οδοιπορικό από την Καβάλα ως τη Θήβα. Το κυνήγι και το «παλάτι» του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ στη Λάρισα (1669)», με Εισαγωγή – Μετάφραση και Σχόλια του Τρικαλινού δρα Σύγχρονης Ιστορίας Παναγιώτη Δ. Γρηγορίου. Ο Robert de Dreux, υπήρξε θεολόγος και μοναχός του τάγματος των Καπουτσίνων. Διετέλεσε πνευματικός της Γαλλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη υπό τον πρέσβη Haye-Vantelet. Ως μέλος ευάριθμης αποστολής, συνόδεψε τον Γάλλο πρέσβη από την Κωνσταντινούπολη στη Λάρισα κι έπειτα στην Αθήνα (1668-1669), όπου o σουλτάνος Μεχμέτ (Μωάμεθ) Δ΄ είχε μεταφέρει προσωρινά τις Αρχές του Οθωμανικού κράτους κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου. Και καθώς η συνάντηση του πρέσβη με τον Σουλτάνο θα λάμβανε τελικά χώρα στη Λάρισα, τούτο στάθηκε πάλι η αφορμή για τον Robert de Dreux, ώστε να πραγματοποιήσει το νέο του αυτό ταξίδι, όπου μέσω της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας τον οδήγησε στην Αθήνα, στο Ναύπλιο και τέλος στα Κύθηρα. Επέστρεψε στη Γαλλία μέσω Σικελίας το φθινόπωρο του 1669 και στοιχειοθέτησε τις αναμνήσεις του, τρία χρόνια μετά την επιστροφή του κατόπιν αιτήματος μιας προσωπικότητας που δεν κατονομάζει, αν και το σύγγραμμά του παρέμεινε για καιρό αδημοσίευτο. Στη διαδρομή προς τη Λάρισα, πόλη όπου εγκαθίσταται προσωρινά η αυτοκρατορική έδρα, αποκαλύπτεται μέσω του κειμένου, με εθνογραφικό θα λέγαμε τρόπο, ένα μεγάλο τμήμα της τότε οθωμανικής επαρχίας. Ως προς την καθ’ ημάς Θεσσαλία, οι αναφορές του Robert de Dreux, αν και ικανοποιητικές, δεν είναι ίσως τόσο πλήρεις όσο θα το επιζητούσαμε, υπό το βλέμμα πάντως της περίπλοκης εποχής μας. Λείπουν για παράδειγμα εκτενείς αναφορές στον καθημερινό βίο των ραγιάδων, αν και για τον συγγραφέα δεν πρέπει να ήταν και τόσο ευχερές το να τους συναντήσει. Άλλωστε ο αρχικός χριστιανικός πληθυσμός της πόλης της Λάρισας, τουλάχιστον εκείνα τα δίσεκτα χρόνια, είχε σε συντριπτικό βαθμό μειωθεί έναντι του μουσουλμανικού που επί της ουσίας τον αντικατέστησε, καθώς και πολλοί Μουσουλμάνοι έποικοι είχαν έρθει από την Μ. Ασία και είχαν εγκατασταθεί στα καμποχώρια της Λάρισασς όσο και στην πόλη. Τα αποσπάσματα του έργου του, τα οποία παρατίθενται σε μετάφραση από τα γαλλικά της εποχής, συγκροτούν το μεγαλύτερο μέρος των όσων έγραψε για τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδος, αρχής γενομένης από τη σύντομη παραμονή του στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη.
Η τέταρτη μελέτη ιστορικού περιεχομένου είναι του Bασίλη Σακαρίκου, δικηγόρου και ιστορικού Μsc, με τίτλο: «Πέντε (5) Αφιερώσεις Δωρεές από τα Τρίκαλα κατά την περίοδο 1726-1778 σύμφωνα με τα στοιχεία του (Α΄) Κώδικα Τρίκκης» στην οποία αναφέρεται ότι την περίοδο της Οθωμανοκρατίας στον ελλαδικό χώρο η Εκκλησία είχε την αρμοδιότητα για την επίλυση κάθε είδους ιδιωτικής διαφοράς μεταξύ των υπόδουλων Χριστιανών. Οι διαφορές αυτές επιλύονταν με αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, τα οποία υπό την προεδρεία του επιχωρίου επισκόπου εκδίκαζαν τις διαφορές με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως αυτό καταχωρήθηκε τον 14ο αι. στο Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου. Εκτός όμως από την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, η Εκκλησία την περίοδο αυτή είχε και τον ρόλο του Συμβολαιογράφου διά των επισκόπων. Οι επίσκοποι είχαν την εξουσία της σύνταξης και επικύρωσης όλων των εγγράφων που αφορούσαν την απόδειξη των εννόμων σχέσεων, όπως την σύνταξη διαθήκης, την μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων, τη σύνταξη προικοσυμφώνων και προγαμιαίων δωρεών, την επιτροπεία ανηλίκων, τη σύνταξη και επικύρωση δωρεών ή αφιερώσεων κτλ. Στον (Α΄) Κώδικα της Μητροπόλεως Τρίκκης (1688-1857) είναι καταχωρημένες αρκετές δωρεές και κυρίως αφιερώσεις σε Ναούς ή στην Μητρόπολη Τρίκκης, οι οποίες συντάχθηκαν και καταχωρήθηκαν στον Κώδικα από τους κατά καιρούς μητροπολίτες με βάση την συμβολαιογραφική τους ιδιότητα. Στην παρούσα εργασία παρουσιάστηκαν τέσσερις αφιερώσεις και μία δωρεά, οι οποίες είναι καταχωρημένες στον (Α΄) Κώδικα Τρίκκης.
Στην ενότητα Αρχαιολογία – Αρχιτεκτονική η πρώτη μελέτη είναι της Ευαγγελίας Μέρμηγκα, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ν. Μαγνησίας, με τίτλο: «Η αρχαία Φαλώρεια στη Δυτική Θεσσαλία», στην οποία αναφέρεται ότι σύμφωνα με τους περιηγητές, η Φαλώρεια ήταν αρχαία πόλη της Εσταιώτιδας στη βορειοδυτική Θεσσαλία. Η ακριβής θέση της δεν έχει ταυτοποιηθεί ακόμη με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά το πιθανότερο είναι ότι βρισκόταν στον λόφο Σκούμπος ΒΔ του συνοικισμού Ουρανός, της κοινότητας Μεγάρχης του τ. Δήμου Φαλώρειας (ΒΔ των Τρικάλων και Ν της Καλαμπάκας). Τα μέχρι σήμερα δεδομένα – η μνεία του ιστορικού γεγονότος της κατάληψης της Φαλώρειας από τον Ρωμαίο ύπατο Φλαμινίνο το 197 π.Χ. λόγω της στρατηγικής σημασίας θέσης της, η μνημόνευση παραλλαγών του εθνικού ονόματος σε επιγραφές, αλλά και ενός πολίτη της Φαλώρειας που τιμήθηκε με προξενεία από το Κοινό των Αιτωλών το 271/0 π.Χ. (IG IX.12 13.31), καθώς και η αυξημένη κοπή νομισμάτων από το διάστημα 302-286 π.Χ. και έπειτα, δείχνουν ότι στην ελληνιστική εποχή η Φαλώρεια ήταν μια σημαντική – αν όχι η σημαντικότερη – πόλη της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Για την αρχαϊκή και την κλασική εποχή δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να μνημονεύουν τη Φαλώρεια ως πόλιν, οπότε είναι πολύ πιθανόν να ήταν αρχικά ένας απλός οικισμός που αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ., απέκτησε ισχυρά τείχη στην ακρόπολη, διέθετε ιερά αφιερωμένα στη λατρεία της Αθηνάς και του Απόλλωνα, έκοβε δικό της νόμισμα και καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Φλαμινίνο το 197 π.Χ. λόγω της φιλομακεδονικής πολιτικής της. Η περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα είναι απαραίτητη για την ακριβή ταύτιση της θέσης και την καλύτερη κατανόηση του ρόλου της Φαλώρειας στην αρχαιότητα.
Η δεύτερη αρχαιολογική μελέτη είναι της Γραμμάτως Παπαναστασούλη, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ν. Λαρίσης, με τίτλο: «Πρόστυπα ξυλόγλυπτα τέμπλα από το Βαρούσι των Τρικάλων». Αναφέρεται στο ιστορικό κέντρο της πόλεως των Τρικάλων, το σημερινό Βαρούσι, όπου διατηρούνται ως τις μέρες μας οκτώ αξιόλογοι ναοί των μεταβυζαντινών χρόνων, στους οποίους διασώζονται τοιχογραφίες και εικόνες σπουδαίας αρχαιολογικής αξίας. Οι περισσότεροι από τους ναούς αυτούς έχουν κοσμηθεί στο παρελθόν με αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής όπως τέμπλα, άμβωνες, προσκυνητάρια και αναλόγια. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα τέμπλα, κατασκευές με λειτουργικό, εκπαιδευτικό και διακοσμητικό χαρακτήρα μέσα στον ναό. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αναδειχθούν και να γίνουν γνωστά τα ξυλόγλυπτα τέμπλα των ναών του Βαρουσίου, ώστε να προβληθεί στο κοινό η καλλιτεχνική αξία και να ανιχνευθεί η προέλευση όσο αυτό είναι δυνατόν. Τα τέμπλα που παρουσιάζονται είναι εκείνα των ναών των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της Αγίας Μαρίνας, των Αγίων Ιωάννη του Ελεήμονα και Παντελεήμονα και του Αγίου Δημητρίου. Όλα τα παραπάνω χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και ακολουθούν τις αρχές του πρόστυπου ή χαμηλού αναγλύφου. Δύο από τα πρωιμότερα, εκείνο του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Μαρίνας μπορούν να αποδοθούν στο ίδιο καλλιτεχνικό εργαστήρι με έδρα τοπική είτε στην πόλη των Τρικάλων είτε στα Μετέωρα.
Η τρίτη αρχαιολογική μελέτη είναι της Ελένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα, δρος βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, διδάσκουσας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων, με τίτλο «Βιεννέζικα λειτουργικά και διακοσμητικά πέπλα 18ου αιώνα σε μονές και ναούς της περιοχής Ελασσόνας», όπου αναφέρεται ότι η Βιέννη, σπουδαίο κέντρο εμπορικών συναλλαγών με την Τουρκία, δέχτηκε πολλούς Έλληνες από διάφορα μέρη, όπως την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, που δημιούργησαν εκεί, κυρίως μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), μια μεγάλη και ακμάζουσα κοινότητα, συμβάλλοντας υλικά και πνευματικά στην ενίσχυση του υπόδουλου Γένους. Μέσα στους κόλπους της δημιουργούνται στα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου εργαστήρια ορθόδοξης εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, στα οποία εργάζονται ορθόδοξοι και ντόπιοι κεντητές, όπως ο ιεροδιάκονος Χριστόφορος Ζεφάρ, ο Franz Filler, η Marina Ruheland, η Elizabett Dorffmaster κ.ά. Με τα έργα τους, κυρίως λειτουργικά και διακοσμητικά πέπλα και άμφια, τροφοδοτούνται όχι μόνον μεγάλα μοναστικά κέντρα, αλλά και σπουδαίοι ενοριακοί ναοί των ορθοδόξων κοινοτήτων, όπως και στην περιοχή της Ελασσόνας, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Εξαίρετα παραδείγματα λειτουργικών και διακοσμητικών πέπλων των εργαστηρίων αυτών στην περιοχή αποτελούν ο επιτάφιος της πανσεβάσμιας μονής της Παναγίας Ολυμπιώτισσας και η πολυτελής πύλη από το ίδιο μοναστήρι και αφιερώματα πλουσίων Ελλήνων της Διασποράς. Στη μελέτη της περιλαμβάνονται επίσης και δύο επιτάφιοι από ενοριακούς ναούς της Τσαριτσάνης, η οποία υπήρξε έδρα της αρχιεπισκοπής Ελασσώνος και Δομενίκου κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία. Η τέχνη τους διαφοροποιείται από αυτή του Βυζαντίου, και έχει επηρεαστεί από την εικονογραφία της Δύσης και την διακόσμηση του μπαρόκ.
Η τέταρτη μελέτη είναι του Άγγελου Σινάνη, ερευνητή, με τίτλο: «Επιγραφικές μαρτυρίες του 19ου αιώνα τριών έργων μαστόρων από τη Μπλίζγιανη Κόνιτσας στους Δήμους Πύλης και Τρικάλων Θεσσαλίας», έχει θέμα την παρουσίαση έργων Ηπειρωτών εμπειροτεχνών οικοδόμων από τo μαστοροχώρι Μπλίζγιανη (= Λαγκάδα) Κόνιτσας στα χωριά της Θεσσαλίας και ειδικότερα στο Γοργογύρι του Δήμου Τρικκαίων, στο Δούσικο (=Άγιος Βησσαρίων) και το Περτούλι του Δήμου Πύλης. Προηγείται μια σύντομη ιστορική και γεωγραφική αναφορά στα Μαστοροχώρια, στην Μπλίζγιανη, καθώς και στα παλιότερα έργα πρωτομαστόρων από το ίδιο μαστοροχώρι, στη Σιάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας. Επίσης παρουσιάζονται οι φορολογικές αλλαγές που επιβλήθηκαν τον 19ο αι. από την οθωμανική διοίκηση με επιπλέον αναφορές στους λόγους που, πέραν των οικονομικών διαφοροποιήσεων, οδήγησαν σε μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών και την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλία. Οι αυτοδίδακτοι πρωτομάστορες με τα έργα τους στις εκκλησίες του Γενεσίου της Θεοτόκου στο Γοργογύρι (1857) και της Μεταμόρφωσης του Χριστού στο Περτούλι (1863), αναδεικνύονται ικανοί τεχνίτες που πάντως παρέμειναν πιστοί στα παλιά πρότυπα και μορφές δόμησης, σχεδόν απαράλλακτες με αυτές των προκατόχων τους της μεταβυζαντινής εποχής. Άλλωστε οι δραστηριότητες και η κινητικότητα των οικοδομικών συνεργείων τους, θυμίζουν τις αντίστοιχες των Βυζαντινών χρόνων.
Τέλος, Στην ενότητα Λαογραφία παρατίθεται η μελέτη της Βασιλικής Κοζιού-Κολοφωτιά, με τίτλο: «Δημοτικό τραγούδι και περιβάλλον στην περιοχή Καρδίτσας». Αυτή αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια που αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές μορφές πολιτιστικής έκφρασης και ήταν ανώνυμα δημιουργήματα του λαού, που τα τραγουδούσε σε διάφορες περιστάσεις. Η ποιητική, γλωσσική, ιστορική και λαογραφική αξία τους έχει αναγνωριστεί από κορυφαίους ξένους και Έλληνες μελετητές, λογοτέχνες και διανοούμενους. Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και του εθνικού αποχρωματισμού που οι λαϊκές παραδόσεις χάθηκαν και οι νέοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, ως εκπαιδευτικός θεώρησε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να ενημερωθούν και να ευαισθητοποιηθούν οι μαθητές, ώστε να γνωρίσουν τα παραδοσιακά τραγούδια της περιοχής Καρδίτσας και να εκτιμήσουν την αξία τους.
Στα επιστημονικά περιοδικά του Φ.Ι.ΛΟ.Σ., «Τρικαλινά» και «Θεσσαλικά Μελετήματα», καταχωρίζονται και Νεκρολογίες σημαντικών προσώπων των γραμμάτων και των τεχνών, που είχαν σχέση με τη Θεσσαλία, είτε λόγω καταγωγής είτε λόγω των επιστημονικών ενδιαφερόντων τους. Στον 14ο τόμο των Θεσσαλικών Μελετημάτωνν περιλαμβάνονται τρεις νεκρολογίες.
1) του ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ (Θεσσαλονίκη 27.12.1935 10.1.2024), διακεκριμένου αρχαιολόγου και καθηγητή βυζαντινής αρχαιολογίας του Αριστ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος με τις έρευνες και τα συγγράμματά του ανέδειξε όλα τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας.
2) Του ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΛΙΑΦΑ (Τρίκαλα 1932 21.7.2024), του γνωστού και δραστηριότατου σε πολλούς τομείς Τρικαλινού βιομήχανου, ο οποίος υπήρξε το πρώτο μη ιδρυτικό μέλος του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. και είχε στηρίξει τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ. στα πρώτα δύσκολα χρόνια και αργότερα του διέθετε δωρεάν την αίθουσα του «Πολιτιστικού Κέντρου Κλιάφα» για να πραγματοποιεί τις εκδηλώσεις του. Οι δύο αυτές νεκρολογίες είναι γραμμένες από τον πρόεδρο του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Θεόδωρο Νημά.
3) Του ΚΩΣΤΑ Χ. ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ (Κ. Χ. ΜΥΡΗ) (Λαμία 1937 – Αθήνα 7.12.2024), γνωστού φιλολόγου και θεατρικού κριτικού, ενός από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος της εποχής μας. Ήταν γιος του Χρίστου Γεωργουσόπουλου, ο οποίος την δεκαετία του 1950 υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Καλαμπάκας. Την νεκρολογία του έγραψε ο Καλαμπακιώτης φιλόλογος και συγγραφέας Δημήτριος Πλιάτσικας, ο οποίος υπήρξε φίλος του και συγκάτοικός του κατά τα φοιτητικά χρόνια.
Στον τόμο περιλαμβάνονται επίσης Βιβλιοκρισίες για σημαντικά βιβλία: ΘΩΜΑΪΔΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ-ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ιχνηλατώντας τον Δρόμο του Μεταξιού, Αθήνα, Εκδ. Μπαρτζουλιάνος, 2020, σσ. 434. Σχ. 23,5Χ15,5. Ένα εξαιρετικό βιβλίο – οδοιπορικό στην Κεντρική Ασία, που χαίρεσαι και ευχαριστιέσαι να το διαβάζεις
ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΑΜΗ, 54 Ημέρες. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορικό μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 2021, σσ. 608. Σχ. 21Χ14. Η Άλωση της Πόλης αποτελεί σταθμό στην Ελληνική Ιστορία, καθώς σήμανε το τέλος της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την τυπική έναρξη της πο λύχρονης τουρκικής σκλαβιάς, η οποία στη Θεσσαλία διήρκησε 488 χρόνια.
ΕΛΕΝΗΣ ΛΟΠΠΑ, Η κραυγή της φύσης, Αθήνα, Κουκκίδα, 2024, σσ. 144. Σχ. 21Χ14. Η νουβέλα της Ελένης Λόππα «Η κραυγή της φύσης» επικεντρώνεται στη σχέση πολιτισμού και φύσης
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α. ΝΗΜΑ, Η Οθωμανική Απογραφή του 1454/55 στο Σαντζάκι Τρικάλων (Θεσσαλία Πιερία Ευρυτανία Ναυπακτία Δυτική Φωκίδα και άλλα όμορα). Ονόματα κατοίκων, κτηνοτροφία, γεωργική παραγωγή, φόροι κ.ά. [Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων Σειρά: Κείμενα και Μελέτες, αρ. 24], Θεσσαλονίκη, Εκδ. Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, 2024, σσ. 744. Σχ. 24Χ17.



































