Θα ’θελα να γινόμουνα πάλι πέντε χρόνων, να με παίρνουν αγκαλιά για να με βάλουν στο κρεβάτι μου, όπου θα ένιωθα τόσο ευτυχισμένη γιατί όλος μου ο κόσμος θα ήταν καθαρός, τακτοποιημένος, ασφαλής και γεμάτος με τα μυρωδάτα χάδια της μάνας μου. Θα ’θελα να ήμουνα ξανά δεκαπέντε χρόνων για να αμφισβητήσω τα πάντα από την αρχή, να κλάψω πολύ και να γελάσω πολύ, άλλες φορές χωρίς κανένα λόγο κι άλλες πάλι για χίλιους λόγους. Θα ’θελα να γίνω ξανά είκοσι χρόνων, να σπουδάσω ξανά, να δοκιμάσω πάλι τα πάντα χωρίς να έχω την αίσθηση του μέτρου, του κινδύνου και χωρίς να φοβάμαι τίποτα και κανένα. Θα ’θελα να ξενυχτήσω πολύ, να διεκδικήσω πολύ, να φωνάξω και να υψώσω τη γροθιά μου πολύ.
Μα πια, κοντεύω τα τριάντα πέντε και θα ’θελα να μην έχω απογοητευτεί τόσο πολύ… Θα ’θελα να μπορούσα να βρω την ευτυχία σε μια μέρα με λιακάδα, σε μια βόλτα στη θάλασσα, σε ένα παιδικό χαμόγελο. Θα ’θελα να κοιμάμαι ήσυχη κι ανάλαφρη κάθε βράδυ. Θα ’θελα να είχα ένα ποδήλατο με λουλούδια στο καλάθι του και να έκανα βόλτες στην πόλη με κλειστά τα μάτια μου στον ήλιο. Θα ’θελα να έβλεπα γύρω μου χαμογελαστούς, χαρούμενους ανθρώπους. Θα ’θελα να είχα την όρεξη να κάνω χιλιάδες πράγματα…
Μα πια, θέλω να μη βλέπω… Θέλω να μη νιώθω τις ώρες που χάνονται περιμένοντας σε ουρές. Θέλω να ξέρω πως το λάθος θα τιμωρείται κι ας το έχει κάνει ο πιο σημαντικός άνθρωπος σε τούτη τη χώρα. Θέλω το χρήμα να μην έχει τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Θέλω να μην υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων. Θέλω να μη βλέπω ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια. Θέλω γύρω μου καθαρό τον κόσμο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν αντέχω άλλο πια τη βρωμιά…
Θέλω να νιώθω εμπιστοσύνη! Εμπιστοσύνη! Τι όμορφη λέξη! Θέλω γύρω μου ανθρώπους που θα χαμογελούν και θα λένε «Καλημέρα». Θέλω μηδέν καχυποψία, μηδέν αδικία, μηδέν ρατσισμό και μηδέν παρωπίδες. Θέλω αισιοδοξία, ολιγάρκεια, σεβασμό και ανοιχτά μυαλά. Δε χρειάζονται πολλά για να βρει κάποιος την ευτυχία…
Θα ’θελα και κάτι τελευταίο. Θα ’θελα οι λέξεις μου να μην ήταν λέξεις, μα καρφιά, μαχαίρια, πυρωμένα σίδερα. Θα ’θελα οι λέξεις μου να μην έμεναν απλώς λέξεις που έφτιαξαν τις προτάσεις τούτου του κειμένου για να αναρτηθεί –ίσως–, να διαβαστεί –ίσως– και μετά να ξεχαστεί. Θα ’θελα οι λέξεις μου να έκαναν τη διαφορά, να μπορούσαν να αλλάξουν αυτό τον κόσμο, να έφτιαχναν μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, πιο δίκαιη. Θα ’θελα να δείξω τούτο τον κόσμο στα παιδιά μου, λέγοντάς τους: «Ορίστε πού σας έφερα να ζήσετε», όχι με ντροπή, μα με περηφάνια.
(Γιατί, στ’ αλήθεια αν με ρωτάγατε, αυτό είναι που θα ’θελα πιότερο απ’ όλα: Να μη ντρέπομαι όταν θα δείξω τούτο τον κόσμο στα παιδιά μου…)
































