Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την επιστολή των γονιών του Βαγγέλη. Πόσο δίκιο έχουν. Δεν ζητούν τίποτα παραπάνω από να σεβαστούν όλη την επιθυμία τους για λίγη «ησυχία». Να μπορέσουν να θρηνήσουν έτσι όπως αυτοί θέλουν για τον γιο τους. Χωρίς τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους και κάμερες έξω από το σπίτι τους.
Μόνο να, ξέρετε; Στο πρόσωπο του Βαγγέλη, όλη η Ελλάδα είδε το δικό της παιδί. Και όλοι έκλαψαν. Όπως θα έκανε η κάθε μάνα.
Που γέννησε και ανάθρεψε το παιδί της, προσφέροντας του τα καλύτερα. Το παιδί μεγάλωνε και μαζί του μεγάλωνε και η μάνα. Και μεγάλωνε και θυσίαζε. Για το παιδί της, πάντα. Το έστειλε μακριά, να σπουδάσει, να γίνει άνθρωπος, να μάθει, να ανακαλύψει, να ολοκληρωθεί και μέσα από τη δική του λάμψη, να κλέψει λίγη και αυτή για να ‘χει να καμαρώνει. Δεν πρόλαβε όμως. Βγήκαν σουγιάδες, νυστέρια κοφτερά, λάμες που ζήλευαν και μία νύχτα ξεκρέμασαν το πιο λαμπρό αστέρι από τον ουρανό του, ένα αστέρι πολύ ξεχωριστό και αφού έπαιξαν μαζί του ποδόσφαιρο, το κομμάτιασαν αργά και το σκόρπισαν. Το ξέπλυναν μετά να φύγουνε τα αίματα. Ξέπλυναν και τα δικά τους χέρια, Πόντιοι Πιλάτοι κατοπινών καιρών. Το αστέρι ήταν αδύναμο. Είχε χάσει τη λάμψη του, είχε αρχίσει να σβήνει αργά, ένιωθε μόνο. Έτσι αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να μην προσπαθήσει. Έμεινε και έσβησε.
Λίγες μέρες μετά η μάνα έλαβε αντί για το αστέρι της, ένα μάτσο κόκαλα, ένα κουφάρι δίχως δέρμα. Οι άνθρωποι της στέρησαν ακόμα και την ελπίδα του τελευταίου ασπασμού. Ούτε αυτό το δικαίωμα να μην έχει και αυτή πάλι δεν παραπονέθηκε. Έκανε το παράπονό της πέπλο, θάβοντας τον εαυτό της εκεί μέσα για πάντα. Πήρε τα ιερά κόκαλα και αποχώρισε σιωπηλή.
Οι υπόλοιποι γίναμε δικηγόροι, δημοσιογράφοι, αστυνόμοι, ιατροδικαστές, ντετέκτιβ και μέσα σ’ αυτή την δίνης της επαναλαμβανόμενης εναλλαγής ρόλων ξεχάσαμε να θυμώσουμε. Ή μάλλον θυμώσαμε, αλλά δεν το κάναμε σωστά: Την άνοιξη που έκλεψαν από το Βαγγέλη, την έκλεψαν από όλους μας. Η ψυχή που πετάει κάπου ψηλά, πήρε και λίγη ψυχή απ’ τον καθένα. Και αυτό, αγαπημένε μου αναγνώστη, πρέπει να το θυμόμαστε κάθε μέρα. Και να βοηθούμε κάθε σιωπηλό συνάνθρωπό μας, κάποιον που μπορεί να προσπαθούν να του κόψουν τα φτερά. Κάποιον άλλον Βαγγέλη που αυτή τη φορά δεν θα πρέπει να αφήσουμε να φύγει από την αγκαλιά των δικών του ανθρώπων, έχοντας γίνει μια κοινωνία πραγματικά ανθρώπινη…


































