Όταν οι Βολιώτες χτίζουν την πρώτη τους εκκλησία και γιορτάζουν το πρώτο τους Πάσχα

9/12/1928: Τελετή θεμελίωσης του Ι. Ναού Αγ. Νικολάου από τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό παρουσία του Δημάρχου Σπ. Σπυρίδη (αρχείο Ι.Ν. Αγίου Νικολάου)
Το 1856

H πρώτη εκκλησία που χτίστηκε στο Βόλο ήταν ο Άγιος Νικόλαος το 1856. Χτίστηκε ύστερα από επισταμένες προσπάθειες των πρώτων οικιστών της πόλης, αλλά πυρπολήθηκε από τους Τούρκους το 1898. Ξαναχτίστηκε το 1901, κατεδαφίστηκε το 1928 και το 1933 ο Μητροπολιτικός ναός πήρε τη σημερινή του μορφή.

Έρευνα: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΕΚΛΙΔΗΣ

Τα πρώτα σπίτια ανατολικά του Κάστρου του Γώλου, άρχισαν να «φυτρώνουν» κοντά στην παραλία.

Από το 1841-που χρονολογικά υποστηρίζεται ότι άρχισε να χτίζεται η νέα πόλη-οι πρώτοι οικιστές Πηλιορείτες στην πλειοψηφία τους αλλά και Έλληνες έμποροι, ένοιωσαν την ανάγκη να έχουν τη δική τους εκκλησία. Και το πέτυχαν με ένα …σατανικό σχέδιο του Ηπειρώτη στην καταγωγή Νίκου Γάτσου. Το 1856 λοιπόν χτίστηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου με πλάκες από τάφους της αρχαίας Δημητριάδας. Τότε γιορτάστηκε και το Πρώτο Πάσχα στο Βόλο. Ακριβώς πριν 168 χρόνια!

Τότε που ο ιμάμης του μουσουλμανικού τεμένους των Παλαιών αναγνώριζε μόνον έναν Θεό, τον Αλλάχ και καλούσε τους ομοθρήσκους του να προσεύχονται και τους σκλάβους να σωπαίνουν.

Ο Μητροπολιτικός ναός Αγίου Νικολάου, 1935 (αρχείο ΖΗΜΕΡΗ, ΔΗΚΙ)

Πώς γιορτάστηκε το πρώτο Πάσχα

Το χρονικό της μεγάλης εκείνης ημέρας διασώθηκε από ένα χειρόγραφο του Περικλή Αποστολίδη που γράφηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε αρκετά χρόνια μετά, το Δεκέμβριο του 1928, στη Βολιώτικη εφημερίδα «Σημαία». Διατηρούμε τη γλώσσα και το ύφος της εποχής: «Ο Βόλος μας μεγεθύνεται, κοσμείται και εξωραΐζεται. Ο πληθυσμός, εντός μιας δεκαετίας, ετριπλασιάσθη. Η εμπορική του κίνηση βαίνει αυξάνουσα. Ο λιμήν μετ’ ολίγον, θα παρέχη όλας τας δυνατάς ευκολίας και τόσα άλλα έργα θα τελεσθώσιν, άτινα αγνώριστον και εις ημάς τους από παιδικής ηλικίας γιγνώσκοντας τον Βόλον, θα καταστήσωσιν αυτόν.

Αλλά η πρόοδος αύτη, η αληθώς λίαν ταχεία, κατ’ ανάγκην μας αναμιμνήσκει το παρελθόν.

Η φαντασία ημών οπισθοδρομούσα μας αναπαριστά τι ήτο ο Βόλος προ τεσσαρακονταετίας. Η δε συγκυρία των ημερών αυτών μας υπενθυμίζει πώς εορτάσθη το Πάσχα του 1856.

Την 15ην Απριλίου 1856, οι τότε κάτοικοι του Βόλου εώρτασαν το Πάσχα διά πρώτην φοράν εντός του μόλις αποπερατωθέντος ναού του Αγίου Νικολάου του οποίου τα εγκαίνια εγένοντο μεθ’ ημέρας εξ, ήτοι την 21ην Απριλίου 1856.

Από το 1850, άμα άρχισε πυκνούμενος ο συνοικισμός του Βόλου, οι αείμνηστοι πρώτοι οικισταί, ων προΐστατο ο μεγαλεπήβολος Νίκος Γάτσος, επεχείρησαν την οικοδόμησιν της εκκλησίας.

9/12/1928: Τελετή θεμελίωσης του Ι. Ναού Αγ. Νικολάου από τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό παρουσία του Δημάρχου Σπ. Σπυρίδη (αρχείο Ι.Ν. Αγίου Νικολάου)

Το σχέδιο

Κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασαν να κτίσωσι τούτην προ της νυν αμαξιτής οδού Βόλου-Αγριάς. Την απόπειραν εποίησαν νύκτωρ, ναός εθεμελιώθη, αλλά την επομένην, επελθόντες οθωμανοί κατακρήμνησαν τα θεμέλια και διεσκόρπισαν το συλλεγέν υλικόν. Το 1854, ο πρώτος οικιστής του Βόλου Ν. Γάτσος, βοηθούμενος από εμπίστους Αλβανούς, έκανε ανασκαφές εις χώρον της Αρχαίας Δημητριάδος και πήρε πλάκες τας οποίας έθαψε μαζί με μερικάς εικόνας του Αγίου Νικολάου στο χώρο όπου είναι σήμερα η εκκλησία.

Μετ’ ολίγας ημέρας διέδωσε ότι βρέθηκαν ερείπια ναού και οι πρόκριτοι της πόλης ζήτησαν από τον καϊμακάμη αναθεμελίωση του καταρρεύσαντος ναού».

Σ. Σ.: Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Τούρκοι του Βόλου, αλλά και οι αγάδες της Λάρισας δεν επέτρεπαν με κανέναν τρόπο να χτίσουν οι χριστιανοί εκκλησίες. Γι’ αυτό και ο Νίκος Γάτσος κατέφυγε σ’ αυτό το τέχνασμα, που τελικά πίστεψαν οι Τούρκοι και επέτρεψαν να χτιστεί ο πρώτος χριστιανικός ναός στην περιοχή του Βόλου. Χρειάστηκε μάλιστα επιτροπή Βολιωτών να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να πάρει και από εκεί τη σχετική άδεια. Στο προαύλιο της εκκλησίας, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα υπήρχαν τρία κελιά. Το ένα χρησιμοποιούνταν για αποθήκη, το δεύτερο για άσυλο γερόντων και το τρίτο για δημοτικό σχολείο, στο οποίο φοίτησαν οι πρώτοι μαθητές του Βόλου μέχρι το 1870.

«Μετά από πολλές πιέσεις, συνεχίζει ο Περικλής Αποστολίδης, οι Τούρκοι ενέδωσαν και να! τώρα ο ναός ήταν έτοιμος, στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, προστάτου των ναυτικών, σαν παραλιακή πόλις που είμεθα. Αλλά με το άνοιγμα του ναού συνέπεσε και η Μεγάλη Εβδομάδα. Διά την τέλεσιν όμως των ακολουθιών απαιτείτο πρόσθετος της εκκλησίας στολισμός, εικόνες κλπ.

Αλλά πού να ευρεθώσι; Και τα χρήματα να υπήρχον, δεν υπήρχεν ο χρόνος διά να γίνη η προμήθειά των.Και διά μεν τον Επιτάφιον κατεσκευάσθη ταχέως εν κοβούκλιον όπερ και μέχρις εσχάτης εισήγετο. Εγένετο δε και ακολουθία του Επιταφίου διά της περιαγωγής αυτού εις τα πέριξ του ναού, άτινα τότε ήσαν αγροί εσπαρμένοι διά δημητριακών.

Αλλά το ζήτημα ήταν να εορτασθή το Πάσχα. Να τελεσθή η εν υπαίθρω Ανάστασις, η ποιητική και συγκινητική εορτή, ήτις τους χρόνους εκείνους της δουλείας, μετά τόσων παλμών συγκινήσεως εορτάζετο.

Αλλά δεν υπήρχεν το Λάβαρον της Αναστάσεως. Τότε πού να ευρεθή; Η ανάγκη αναπλήρωσεν και την έλλειψιν ταύτην. Διά τον κόσμον της εκκλησίας διηύθυνε τότε, εκτός των επιτρόπων, εις ενθουσιώδης και φιλόκαλος εις άκρον ιεροδιάκονος, Νεόφυτος.

Ούτος ζητών να συμπληρώση και την έλλειψιν του Λαβάρου, ανέλαβεν μόνος να την οικονομήση, διότι και ζωγράφος δεν υπήρχεν ενταύθα.

Ανεκτέλεστο προσχέδιο του Αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου για τον Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, φιλοτεχνημένο το 1910 (αρχείο ΔΗΚΙ)

Ο παλαβο-Δημήτρης

Αγνοώ όμως, πώς ανεκάλυψεν ότι ο ημιπαράφρων και ρακένδυτος, ο αγνώστου εθνικότητος, ο διερχόμενος τας οδούς της πόλεως, ο βλασφημών ρωσιστί και διά του φυσήματος των ρωθώνων της ρινός του παίζων φλογέραν, ο άγνωστος παλαβο-Δημήτρης ήταν ζωγράφος. Τούτον λοιπόν, ενέκλεισαν εντός κελίου τινός (διότι ομού με την οικοδομήν είχον ανεγερθεί και τα κελία), προσεπόρισαν δε εις τον παλαβο-Δημήτρην οθόνη και χρωστήρες και χρώματα. Ούτος δε ήρχισε προ των εκπεπληγμένων ομμάτων των θεατών, ζωγραφίζων την γνωστήν παράστασιν της Αναστάσεως με χρωματισμούς καταλλήλους, με στάσιν και έκφρασιν των εζωγραφισμένων προσώπων καλλιτεχνικήν. Ο παλαβο-Δημήτρης, καταλαμβανόμενος υπό της μανίας του, απέρριπτε και χρωστήρες και χρώματα, αλλά αι θωπείαι και οι ευμενείς λόγοι τον επανέφερον εις την εργασίαν του.

Την μεταμεσημβρίαν του Μεγάλου Σαββάτου το λάβαρον ήταν έτοιμο. Προσηρτήθη επί κοντού. Αντί δε των εν χρήσει περιβαλλόντων αυτώ ψευδανθέων, περιεβλήθη διά φυσικών τοιούτων. Κατεσκευάσθη δε και η εξέδρα. Και ούτω την πρωίαν της 15ης Απριλίου 1856 ετελείτο διά πρώτην φοράν εν Βόλω η εορτή της Αναστάσεως και ηκούετο ψαλλόμενον το «Χριστός Ανέστη». Οι πυροβολισμοί οι ριπτόμενοι υπό των ενθουσιωδών αδελφών Κουβελά, ενέπλησαν μεν χαράς αρρήτου τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως, λύπης δε και μελαγχολίας τους οθωμανούς».

Αποτεφρώθηκε το 1898

Ύστερα από τον άτυχο πόλεμο του 1897 που η Ελλάδα είχε κηρύξει κατά της Τουρκίας, οι Τούρκοι κατέλαβαν πάλι το Βόλο. Το 1898 που έφυγαν, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου (που βρισκόταν ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται το καμπαναριό), στις 21 Ιουνίου 1898 παραδόθηκε στις φλόγες κάτω από άγνωστες συνθήκες. Ωστόσο, ο τότε Μητροπολίτης Γρηγόριος, βοηθούμενος από δημοτικούς και πολιτικούς παράγοντες, οργάνωσε συλλαλητήριο στον τόπο που βρισκόταν η εκκλησία και ο λαός έδωσε από το περίσσευμα και από το υστέρημά του για το χτίσιμο νέας εκκλησίας. Στις 2 Μαΐου του 1901, δημοσιεύτηκε η δημοπρασία του έργου από το Δήμο Παγασών και η «Θεσσαλία» έγραφε: «Ήδη ανταλλάσσονται σκέψεις μεταξύ των αρμοδίων περί του ορισμού της ημερομηνίας της θεμελιώσεως για τις 21 Μαΐου. Πόσο θα κοστίση η κατασκευασθησομένη Μητρόπολις, είναι ακόμη άγνωστον. Υπολογίζεται ότι δεν θα υπερβή τας 300.000 δρχ. το ποσόν αυτό θα εξοικονομηθή εκ των εισφορών των ενταύθα συμπολιτών και των εν τω εξωτερικώ συμπατριωτών μας, καθώς και διά δανείου όπερ πολύ πιθανόν να συνομολογηθή υπό την εγγύησιν του Δήμου εκδιδομένων εντόκων γραμματίων προς 5%.

Το σχέδιον του ναού εξεπονήθη υπό του κ. Δημάδη πατρός, αρχιτέκτονος της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Γένους Σχολής, διαπρεπούς βυζαντινολόγου και του υιού αυτού». ,Τελικά ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε στις 21 Μαΐου 1901 με την επιγραφή: «Επί βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και Δημάρχου Παγασών Ν. Γεωργιάδη. Αρχιερεύς Γρηγόριος τον λίθον τόνδε κατέθετο κατά μήνα Μάϊον του 1901 εγκαινιάζων θεμελίωσιν ναού Αγίου Νικολάου».

Ιερείς της εκκλησίας την εποχή εκείνη ήταν οι Κ. Ξανάς (Σακελλάριος), Γεώργιος Δημάκης και Δημήτριος Γαγάτσος (ιερείς), Ιγνάτιος Λαδόπουλος (ιερομόναχος) και Αν. Παφίλης (ιεροδιάκονος). Το 1901 υπήρχαν στο Βόλο οι ναοί της Μεταμορφώσεως, των Αγίων Θεοδώρων, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, της Αναλήψεως του Χριστού και των Ταξιαρχών του Νεκροταφείου.

 

Νέος ναός

Το κτίσμα που ανεγέρθηκε το 1901, δεν είχε την μεγαλοπρέπεια του σημερινού. Γι’ αυτό τελικά κατεδαφίστηκε για να ξανακτισθεί στη σημερινή του θέση και με τη σημερινή του μορφή, μεγαλύτερος και με μεγαλοπρεπέστερη μορφή ναός.Τον Νοέμβριο του 1928 έγιναν τα εγκαίνια από τον Μητροπολίτη Γερμανό και από τον ίδιο Μητροπολίτη, το 1935, τελέσθηκε η πρώτη Θεία Λειτουργία.

Ο σημερινός ναός του Αγίου Νικολάου είναι βυζαντινού ρυθμού και κατασκευάστηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου.

Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του 1928 αποτελούσαν οι: ιερεύς Κυριαζής Κυριαζόπουλος, ο διευθύνων Λαζ. Ιωαννίδης, ο ταμίας Κ. Τουτούλης και οι επίτροποι

Ν. Κουτσίνας και Γ. Παπαγεωργίου.

Για την ανοικοδόμησή του προσέφεραν

ο Δήμος Παγασών και οι: Δημ. Διανέλλος, Αικατερίνη Σ. Στρογγυλίδη,

Απ. Σ. Παπαγεωργίου, Αιμία Π. Ζωή,

Γ. Δ. Αλμπανέζος, Κων. Γ. Στρεφτάρης,

Απ. Ν. Στούμπος, Ιωάννης Σ. Ριζόπουλος,

Γ.Κ. Δήμου, Βασ. Δ. Κόττας, Στερ. Ν. Χρήστου, Π. Σ. Ριζόπουλος, Φ. Δ. Δούκας, Γ. και

Αθ. Δεληγιάννης, Διαμάντω Σ. Χρήστου και

Αχ. Αμουτζόπουλος.

Από το 1952 ο ναός άρχισε να αγιογραφείται από τον ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη που αγιογράφησε την κόγχη του Ιερού.

Το 1966 η αγιογράφηση του Αγίου Νικολάου συνεχίστηκε από τον αγιογράφο Απ. Φιλίππου, έργο του οποίου είναι ο τρούλος, το Ιερό Βήμα και μέρος της ανατολικής πλευράς. Λόγω θανάτου του Φιλίππου, την αγιογράφηση συνέχισαν οι Θεσσαλονικείς Βίκτωρ Στούπκας και Αργ. Κάρλας.

Ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα στον αύλειο χώρο του ναού είναι το κωδωνοστάσιο, το οποίο ανήκε στον αρχικό ναό του Αγίου Νικολάου που καταστράφηκε. Κτίστηκε μεταξύ των ετών 1884-1886 και αποτελεί έργο του ιταλού γλύπτη Previsan. Το 1980 το κωδωνοστάσιο υπέστη αλλοιώσεις από καταστρεπτικό σεισμό. Αναστηλωτικές εργασίες με την εποπτεία της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων το επανέφεραν στην αρχική του μορφή.

Οι εκκλησίες της Ανάληψης,

της Μεταμόρφωσης

και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

Η κατασκευή του Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου (αρχείο ΖΗΜΕΡΗ, ΔΗΚΙ)

Πριν από την ίδρυση της πόλης του Βόλου, στη θέση που υπάρχει σήμερα η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, υπήρχε ένα μικρό προσκυνητάρι των Αγίων. Ήταν λιθόκτιστο με μια μικρή πόρτα και ένα μεγάλο καντήλι στο εσωτερικό του. Η υπόθεση ότι αυτό το προσκυνητάρι ήταν συνέχεια μιας παλιάς χριστιανικής εκκλησίας επιβεβαιώθηκε, όταν το 1921 έγινε η εκσκαφή των θεμελίων του Μύλου του Ζαρζάμπα (Πανδή και Καπουρνιώτη) και βρέθηκε μαρμάρινη στήλη, η οποία έφερε ψήφισμα των Ολωσσωνίων υπέρ των Δημητριέων Δικαστών. Σύμφωνα με τον έφορο Αρχαιοτήτων Α. Αρβανιτόπουλο, εκεί είχε χτιστεί χριστιανική εκκλησία μεταξύ του 12ου και του 13ου αιώνα.

Όπως αναφέρει ο Δημ. Τσοποτός στο βιβλίο του «Η ιστορία του Βόλου», το 1897 στο ίδιο σημείο κτίστηκε η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και η πρώτη λειτουργία τελέστηκε στις 19 Απριλίου 1898.

Η νέα εκκλησία εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 1936 από τον Κωστή Καρτάλη και από τον Μητροπολίτη Ιωακείμ. Είναι μια πανέμορφη εκκλησία ρυθμού τρίκλητης βασιλικής που σχεδιάστηκε από τον Αριστοτέλη Ζάχο και κατασκευάστηκε με την επίβλεψη του Πάνου Γεωργαλά  Μάλιστα τη δυσχερέστατη θεμελίωση της εκκλησίας καθώς βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ανέλαβε εταιρία από την Ελβετία, η οποία ενίσχυσε το έδαφος με δωδεκάμετρους στύλους από οπλισμένο σκυρόδεμα που ένας μεγάλος γερανός βύθιζε στο έδαφος με κρούση.

Το 1891, πάντα σύμφωνα με τον Δημ. Τσοποτό και το βιβλίο του «Η ιστορία του Βόλου», κατασκευάστηκε ο προσωρινός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και η πρώτη λειτουργία τελέστηκε στις 9 Ιουνίου 1891.

Το 1929, στη θέση της παλιάς εκκλησίας θεμελιώθηκε καινούργια, αρχιτεκτονικό και αυτή έργο του Αριστοτέλη Ζάχου και κατασκευαστικό του Πάνου Γεωργαλά.

Βλέπουμε λοιπόν, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, πως χάρη στην πολυετή προσπάθεια του δημοτικού άρχοντα Κωνσταντίνου Καρτάλη και του οραματιστή αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου, η οποία άρχισε το 1910 και ολοκληρώθηκε μεταξύ των ετών 1921 και 1936, οφείλεται η δημιουργία των ναών του Αγίου Νικολάου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Η τριλογία των ναών του Βόλου πέρα από σταθμός της αρχιτεκτονικής του ιστορίας, υπήρξε μια αυθεντική και διεθνούς σημασίας ανανέωση της ορθόδοξης ναοδομικής παράδοσης.

Η μοναδικότητα των τριών αυτών ναών είναι ότι επρόκειτο για έργα πνοής ενός μεγάλου αρχιτέκτονα, τα οποία προέκυψαν από βαθιά γνώση του αντικειμένου, εμπνευσμένο σχέδιο, άρτια μελέτη, καλή κατασκευή, χειροτεχνική δεξιότητα (μαστοριά), και μεράκι. Και στις τρεις αυτές εκκλησίες, κατασκευασμένες από σκελετό οπλισμένου σκυροδέματος, η θεμελίωση, η στατική μελέτη και η επίβλεψη των εργασιών ανοικοδόμησης αντιμετωπίστηκαν με υποδειγματική σοβαρότητα.

Κοινό τους επίσης γνώρισμα, είναι ο πολυεπίπεδος προβληματισμός του Ζάχου για την ένταξη των λατρευτικών και δημόσιων αυτών κτηρίων  στο συγκεκριμένο χώρο, για το λειτουργικό τους εκσυγχρονισμό (πρόβλεψη γραφείων, χώρων υγιεινής κ. ά.), για τον πρέποντα χαρακτήρα και την κατάλληλη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.

Στους ναούς του Αγίου Νικολάου και της Μεταμόρφωσης, ο Αριστοτέλης Ζάχος ήταν δεσμευμένος από τα υπάρχοντα θεμέλια, τα οποία είχαν κατασκευασθεί με σχέδια άλλων αρχιτεκτόνων.

Όμως, ως έργο, η βασιλική των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, υπερέχει των δύο άλλων βολιώτικων εκκλησιών καθώς είναι εμπνευσμένη από παλαιοχριστιανικά κυρίως πρότυπα ελληνιστικού τύπου.

Η εκκλησία της Ανάληψης κτίστηκε περί το 1900, κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Μητροπολίτη Γρηγορίου.

Η εκκλησία αυτή στην αρχική της μορφή δεν παρουσιάζει εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία, παρά μόνον τα δύο ισοϋψή καμπαναριά της. Είναι η μοναδική εκκλησία του Βόλου που δεν κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο και τον συνεργάτη του Πάνο Γεωργαλά.

Οι ναοί του Αγίου Νικολάου, της Μεταμορφώσεως και του Αγίου Κωνσταντίνου είναι μεγαλοπρεπείς. Η Ανάληψη έχει μια απλότητα που δημιουργεί θερμή και κατανυκτική ατμόσφαιρα, ελκυστική στους πολυπληθείς ενορίτες της.

Όταν παλιότερα – μέχρι τους σεισμούς του 1955 – από τα ψηλά καμπαναριά της χτυπούσαν οι καμπάνες της αντιλαλούσε ολόκληρη η πόλη.

Κατά την περίοδο των σεισμών του 1955 η εκκλησία της Ανάληψης έπαθε σημαντικές ζημιές και κατεδαφίστηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη θέση της παλιάς εκκλησίας χτίστηκε νέα που είναι η μεγαλύτερη σε χωρητικότητα ορθόδοξη εκκλησία των Βαλκανίων.

Ο Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου (αρχείο ΖΗΜΕΡΗ, ΔΗΚΙ)

ΠΗΓΕΣ:

– Εφημερίδα «Ενημέρωση» Νοέμβριος 1981, έρευνα Γ. Καρεκλίδης

-Γιώργος Καρεκλίδης Περιοδικό «Ωρες» 1986

–  Εφημερίδα «Σημαία», Δεκέμβριος 1928, Αναμνήσεις παλιών κατοίκων του Βόλου, Νίκος Γάτσος-Μαίρη Αποστολίδη

– Ελένη Γ. Τριάντου:

Ο Βόλος μέσα από την ομίχλη του χρόνου

–  Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ: η αρχιτεκτονική του Βόλου: 1881-1940

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.